23 Δεκ 2020


ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Στον Δημήτρη μου


(Σχέδιο Υιώτας.Οκτ. 26, .20)


ΑΠΡΟΣΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Πληγές στα γόνατα από τον μονόδρομο της απουσίας σου.

Κρυφές, ανείπωτες οι μελίρρυτες λέξεις. που σου χρωστάω.

Ο επιτάφιος θρήνος δεν έχει αλλάξει τις νότες του.

Εισβάλει στο αίμα δίχως να υπολογίζει αστάθεια ή τρέμουλο.

 

Δεν υπάρχουν καλοί άγγελοι στην μοναξιά.

Κρύβονται πίσω από θαμνώδεις αναμνήσεις, από μπερδεμένα

ξεφωνητά, από κρωγμές τρομαγμένων γλάρων όταν

υπερηψούνται στοχεύοντας  λίγη τροφή στο βρώμικο χιόνι.

Και το χιόνι; Ποτέ δεν βοήθησε η άσπιλη λευκότητα στα μάτια.

Θαμπώνει, μειώνοντας την ομορφιά που απολαμβάνουν

τα υπομονετικά ζώα της φύσης ή τα περιπλανόμενα σύννεφα

στον κοντινό ουρανό.

Σκιαγραφώ το λευκό πρόσωπό σου πάνω τους, ακόμη

κι απροσδόκητες κινήσεις των χεριών σου όταν τα σπρώχνει

ο αέρας δίχως σχεδιάγραμμα, δίχως ειρμό.

 

Τα σύννεφα δεν ακολουθούν κανενός το σχέδιο.

Δεν αντιγράφουν πρόσωπα που τα πλησίασαν,

πνοές

που τα προσπέρασαν.

 Δεν έχουν οφθαλμούς να βλέπουν ανημποριά ή να καθοδηγούν

στον κίνδυνο. Μουσική δεν γνωρίζουν.

Οι αστραπές έχουν δική τους αιτία, οι βροντές, δική τους ορχήστρα.

Κι εγώ, 

αδυνατώ να σου στείλω έστω ένα σεμνό τραγούδι αγάπης.

Η φωνή μου τσακίζει σαν κλαδί που το έσπρωξε ο δυνατός άνεμος.

Πνίγεται σαν πολύπαθη βάρκα που την αναποδογυρίζει το κύμα,

το ξέφρενο.

Κι εσύ, ήσουν σαν ξέφρενο κύμα όταν άφησες την καρδιά 

να αλλάξει κατεύθυνση. Δίχως σχεδιάγραμμα. Δίχως πρόγραμμα. 

Δίχως αιμοδοσία.


Μάζεψε ο κισσός που με καλωσόριζε, τα πορτοκαλιά του χρώματα,

σκάλωσε στο ακρότερο κλαδί της βελανιδιάς, τα έβαψε βυσσινιά,

 κάλεσε τον ήλιο να τα ντύσει με το φως του, 

κι ανέμιζε τα φύλλα του

μπροστά στα νεκρωμένα σου μάτια

μήπως και ξεθαρρέψουν να με δουν, 

να μου μιλήσουν.


Θυμάμαι, σιωπηλή επικοινωνία είχε το βλέμμα μας.

Ο ήχος της φωνής μας αντιδρούσε σαν ερωτικό πανηγύρι.

Ούτε που ήσουν καλλίφωνος. Βροντή, που σε έσπρωχνε η θύελλα.

Είχα εντρυφήσει στις χροιές της, αχρείαστες νότες δεν συνέχιζαν.

Αυτό γίνεται ΌΤΑΝ ξέρεις να ερμηνεύεις ξένους φορείς,

να απομακρύνεις περιττές ταραχές, ακροβασίες λεκτικές.

Κι όμως!

Ας ήσουν τώρα, εδώ, δίπλα μου, κι ας γινόταν ένα θαύμα

να ακούσω το γέλιο σου να θρυμματίζει τα κρύσταλλα,

να δονήζει το είναι μου. 

Ένα θαύμα, απρόσμενο θαύμα.

Όπως η προσμονή των Χριστουγέννων.


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΦΙΛΕΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

ΚΑΛΗ ΣΑΣ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


(Σχέδιο Γιώτας. Δεκ. 2019)














































 

19 Δεκ 2020

ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ, ΔΥΟ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ   
 ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΟΥ

("Το ματωμένο χέρι μου")

(Δημιουργία Υιώτας. Σεπτέμβρης, 8, .20)


 ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

Μια χούφτα αστέρια σού έφερνα

και μια καρδιά γεμάτη νέκταρ.

Λαμπύρισαν τα μάτια σου.

Τα χείλη, τα χιλιοφίλητα, τόξευσαν αχνό χαμόγελο.

Πάντα μιλούσαμε περισσότερο

με τα μάτια. Κι οι ώρες δεν μας έφταναν.


Όταν ριζώνει ο φόβος της απόστασης,

ο χρόνος συρρικνώνεται.

Όπως κι ο ύπνος. Όπως κι η σκέψη.

 

Γλίστρησες

με την ταχύτητα της αστραπής.

Σκάλωσες στην άκρη των χειλιών μου κι ένιωσα

το σθένος σου σε ολόκληρο το κορμί μου.

 

Πότε θα πάψεις να παραμιλάς με τις σκιές της Σελήνης;

Αδυνατώ πλέον, να ιχνογραφήσω μηνύματα ακατάληπτα.

Κρατώ τον ήλιο στο μαξιλάρι που πλάγιαζες αμέριμνος,

μετρώντας τις ανάσες σου.

Το στέρνο μου μοιάζει ανίκανο να ηχογραφήσει

το βάρος σου.

 Η πλευρά που ξάπλωνες, έχει το σχήμα σου.

Αυτό δεν μετριέται.

 

Κι έφυγες σαν Κύριος,

όπως τότε που σε γνώρισα, με το σημάδι

της πληγωμένης καρδιάς σου στο πέτο.

Σε έλουσα στα νερά του αρχαίου Σελινούντα,

σε μύησα στις γιασεμο-στόλιστες τελετές

της Αρχαίας Ελίκης.

Διέλυσα την άμμο μέσα από την βρύση της δικής μου καρδιάς, 

κι άνθισαν οι αμπελώνες.

Το κέρινο σταφύλι,

ρόγα φορτωμένης κύησης, σε τάισε νέκταρ των θεών.

Πολλά έχουν να διηγηθούν οι άγριες ανεμώνες

στα Λιβάδια*

και τα σφερδούκλια στα Παλιάμπελα*.

Θεράπευσα παλαιά αιματώματα στο δέρμα σου.

Σε ανέστησα. Σε οδήγησα στις πλαγιές του ήλιου

να καρποφορήσεις Άνοιξη.

Σε αγάπησα.

Κι όταν η Αγάπη μέστωσε,

πάλι σαν Κύριος έφυγες.


Μου έφυγες!

Ήταν στο τέλος της εβδομάδας, στο γύρισμα του ΄Ηλιου.

Αρπάχτηκα από τις αδύναμες ηλιαχτίδες του

να σε εμποδίσω, να σε μυρώσω, να σε λαμποκοπήσω.

Πέτρινο και το δικό μου χέρι.

Το κορμί, ανήμπορο. Ξύλινο.

 

Μοιάζει να με εκδικήθηκες που έμεινα πίσω.

Τρεμάμενο το στερνό φιλί σου,

δεν ήταν δυνατό από τα σφριγηλά σου χείλη.

Το ένοιωθα.

Χρειαζόσουν

και την έσχατη ρανίδα της ανάσας σου,

απομεινάδι της ελπίδας στην επιστροφή,

που μου αρνήθηκες.

 

Έφυγες Κύριος.

Όπως σε συνάντησα. Όπως σε έζησα.

Όπως ορκιστήκαμε, για να μας αγαπούν. Να μας θυμούνται.

 

Μη μου στέλνεις άλλα σημάδια στον λειψό ύπνο μου.

Μόνο τον δρόμο

Να θυμάσαι…


(Ανάμνηση από την βάπτιση της μικρής και τα γενέθλια της πρωτοκόρης)


*************************************************

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΣΕ ΟΛΟΥΣ

ΥΓΕΙΑ, ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ,
ΑΓΑΠΗ

*************************************************


15 Δεκ 2020



"ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
                               ΔΥΟ ΘΑΛΑΣΣΕΣ"

Στον Δημήτρη μου


Η ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

(Σεπτέμβρης, 4, 2020, 7,30 μ.μ.)

 

Γλίστρησες σαν το δελφίνι από την κοιλιά της μάνας του

πριν τελειώσει η μέρα. 

Σε τούτο τον τόπο, 

η θάλασσα των δακρύων δεν επέτρεπε

να σε συναντήσω στο λιμνασμένο κτίριο, 

να σε αγκαλιάσω,

να με πάρεις πλάι σου… 

«ένας για κάθε μέρα…για ένα δίωρο» δήλωσε ο Κυβερνήτης,

και τούτη την χρονιά 

όλοι έπρεπε να ακολουθούμε τις συνταγές του.


Εσύ, δεν ήσουν ο άρρωστος του φόβου. Ήσουν το θύμα

της απερίσκεπτης καρδιάς σου 

που δεν χόρταινε να στάζει μέλι

για όλους μας. 

Να προσφέρει τις συνταγές της πείρας μιας ζωής

που δεν έμοιαζε με τούτη που πάγωσε όλο τον κόσμο.

Εσύ δεν μας στέρησες την αγκαλιά σου, 

ούτε σκοτείνιασες

τα κουρασμένα σου μάτια.

Εμείς φοβόμαστε για σένα, μήπως αργήσεις να γυρίσεις 

για να κόψουμε τα πρώτα σύκα που μας χαμογέλασαν, 

αγκαλιά με την κερασούλα, 

πριν τα δοκιμάσουν τα σπουργίτια που τους έλειψες.


Μου ξεγλίστρησες,

δίχως να ακούσω την φωνή σου που ήδη είχε χάσει την δύναμή της,

κι ήλπιζα ότι αν με φώναζες, θα την άκουγα

κι ας ήσουν ναρκωμένος και νηστικός…

(Κι ήταν εκείνοι που μου είπαν ότι έπρεπε το συντομότερο 

να σε ζητήσω στο χειρουργείο, πριν σε πάρουν 

-ΘΕΕ και ΚΥΡΙΕ!- και ότι 

θα είχα μετά, δυσκολίες να εντοπίσω πού θα σε πήγαιναν !!!…)

 

Πώς μου έφυγες, πριν να προφτάσω να αρπάξω 

στις παλάμες μου την τελευταία σου ανάσα,

πριν να αποτυπώσω εκείνο το γκριζο-πράσινο αγαπημένο χρώμα

των ματιών σου για να βλέπουμε μαζί τα όσα είδες, 

κι όλα όσα χάραξες στους τόπους που περπάτησες;


Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε το άψυχο κορμί σου, κι είχες 

το στόμα ανοιχτό, προσμένοντας

να σου δώσω την δική μου ανάσα.

Το σφράγισα 

και χούφτιασα το πρόσωπό σου που ήταν ακόμη ζεστό,

όπως κι οι ώμοι σου, και η καρδιά σου.

Σε ταρακούνησα, σε ανασήκωσα, μέχρι που λύγισε 

και το δικό μου το κορμί. 

Δεν είχα τίποτε πλέον να σου δώσω.


Έψαξα για μαντήλι, τίποτε! 

κι όμως! Ένα μανταρίνι 

που είχα βάλει στην τσέπη να σου το έδινα την επομένη, 

μου έδωσε τον χυμό του για τα στεγνά σου χείλη

και το άρωμα της φλούδας του 

να αλείψω το πρόσωπό σου, 

τους ώμους σου,

τα χέρια σου, που δεν άπλωναν 

να με αγκαλιάσουν…


Κι ήρθαν να σε πάρουν, 

και να κλειδώσουν το δωμάτιο με τα άδεια κρεββάτια

και τα χαμηλωμένα φώτα.



Εμένα, δεν με πήραν.


Άφησα τα δάκρυα θύμιση για τα  άδεια κρεββάτια, 

τους βόγγους μου

για τους άχαρους τοίχους.


Γύρισα σέρνοντας

στην αγκαλιά των παιδιών μου, ακολουθώντας

το δρόμο του δικού μας Γολγοθά.


Ακόμη υπάρχω.


( Με την σκέψη μου και με αγάπη,

Υιώτα