ΟΤΑΝ η ΑΠΟΥΣΙΑ του Ματώνει (09-04-20)
(... ένας φίλος της "αστοριανής" το ανακάλυψε στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου ... κι έστειλε ευχές ... λες και με "διάβαζε, απόψε ...)
Στιγμές Πυρακτωμένες
Θυμάμαι, Νύχτα νωπή. Σελήνη μισή. Τραυματισμένη.
Αμίλητη. Θαρρείς κοχλάζει ενοχή.
Αναπολώ αίσθηση που δεν σώνεται,
που με πληγώνει και ριγώ.
Στιγμές πυρακτωμένες:
Όταν τα χέρια τύλιξες στο πρόσωπο που
διψούσε για φως
να λάμψουν τα γκριζοπράσινα μάτια σου.
Με δίπλωσες αργοσέρνοντας τα χείλη
-ίσως να συμπληρώσεις ετών αποστάσεις.
Ασθμαίνοντας έγραφες έναν ανείπωπο επίλογο
που ούτε εσύ γνώριζες ότι θα σημάδευε
αυτή την πρώτη του μήνα.
Ξημέρωνε Αύγουστος. Ο μήνας σου,
που υπέγραφε ταξιδιάρικες αγάπες κι
επικίνδυνα μακροβούτια
στα προκλητικά Συριανά ακρογιάλια.
Ένα αγκάθι τρυπούσε τα σωθικά όταν ξεδίπλωνες απόκρημνες τοποθεσίες με πανσέληνο
σπουδάζοντας την τέχνη του έρωτα.
Εσύ νοσταλγούσες πατρίδα.
Εγώ τα πρώιμα χρόνια σου.
Μια κρυφή ανασφάλεια μείωνε το χρώμα των λουλουδιών που αγαπούσα και σκόρπιζε την ευωδιά του κόκκινου γαρύφαλλου
που φορούσες κατάκαρδα.
Αδιάβαστο βιβλίο ο νους.
Ωκεανός οι σκέψεις.
Η δε καρδιά; Άσωστη. Άσωτη. Σαστισμένη.
Πόσες φορές στους χτύπους της να λύνει και να
δένει γιορντάνι, ασημόχρυσο;
Στιγμές που φύγαν, άσωτες,
ξέδερμα επιστρέφουν.
Κι είναι ο Αύγουστος λειψός.
Μισάνοιχτη η πόρτα.
Ξέρω, ποτέ δεν έφυγες.
Κι η λυγαριά ολάνθιστη, σε προσκαλεί μαζί μου.
Μα απόψε η Σελήνη ντύθηκε πάλι μαρασμό.
Μισή. Τραυματισμένη.
Και ξενυχτώ,
να μειωθεί της νύχτας το σκοτάδι,
που με έντυσε πρωτομηνιά
Στιγμές Πυρακτωμένες.