K Υ Π Ρ Ο Σ , αγαπημένη! "Το μυστικό της Σίλια"
(Αντιγραφή από την "astoriani.blogspot.com")
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας. Ιούνιος 20117
Φίλες και Φίλοι,
όπου κι αν είστε, να περνάτε καλά!
Αυτόν τον μήνα, η σκέψη μου γυρίζει "νευρικά" στην Κύπρο, κι ας μην είμαι Κύπρια!
Είμαι Ελληνίδα, και πονώ για ότι ανήκει στο Ελληνικό Χώρο και στο Ελληνικό Πνεύμα.
Στο πρόσφατο παρελθόν, είχα εκδώσει ένα βιβλίο με το βραβευμένο διήγημα: "Κερύνεια Δάκρυα" (η Κηρύνεια, Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, νομού Αχαϊας, είναι η πρωταρχική Κερύνεια, απ' όπου ακολούθησε η Κυπριακή Κερύνεια... μια ιστορία που αναδύεται πάλι μέσα από την κατοχή της Κύπρου από τους Τούρκους...)
Μετά απ' αυτό, μια σύμπτωση μου δημιούργησε να γράψω μία καινούρια ιστορία πάλι γύρω από το τραγικό γεγονός της εισβολής, και πώς άλλαξε η ζωή μιας παιδούλας που την φυγάδευσε ο "Ερυθρός Σταυρός" στην γνωστή σε όλους Αστόρια της Νέας Υόρκης.
Φυσικά, το όνομά της δεν αναφέρεται ολόκληρο, μ' αυτό δεν έχει τόση σημασία...
Να μου επιτρέψετε να σας το παρουσιάσω σε μερικές συνέχειες (είναι περίπου 9 σελίδες) και θα χαρώ ν' ακούω από σας
Πάντα με την αγάπη μου,`
Υιώτα
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΌ ΤΗς ΣΊΛΙΑ
Συνηθισμένη και ταυτόχρονα αγαπημένη, η βόλτα στο «Πάρκο του Σωκράτη», τα βραδάκια, ιδίως τις Κυριακές. Όποιος έχει γεννηθεί κοντά στη θάλασσα και στην ενήλικη ζωή του την στερείται, το πάρκο, που λούζει τη βορεινή του ακτή ο Ανατολικός ποταμός, -ο «΄Ηστ Ρίβερ της Αστόριας», είναι η ιδανική εναλλαγή.Σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, η ιδέα του πάρκου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Ήταν ένα βουνό από σκουπίδια, συλλογή θαρρείς από ρόδες αυτοκινήτων, με διάφορα άχρηστα οικοδομικά υλικά, μ’ ένα σκληρό γρασίδι κι αγριόθαμνους που τα συντηρούσε η εκάστοτε βροχή κι η υγρασία του ποταμού, με κρυφές φωλιές αρουραίων και κουναβιών, και με κάτι κουνούπια -μεγάλα σα μικρά «αεροπλάνα»- να δεσπόζουν με το βουητό τους στον ανοιχτό χώρο...
Παράλληλα με τον Ήστ Ρίβερ, ήταν -κι ακόμη είναι- το Βέρνον Μπούλεβαρντ, δρόμος για τους οδηγούς που τρέχουν να προφτάσουν -άραγε τί; Μου έχει ήδη μείνει ένα «κουσούρι» από μια νοσοκόμα που έτρεχε… να προφτάσει τι; κι αυτή!…
Κατά μάκρος του μπουλεβάρτου, υψώνονται βαριεστημένες οι πολυκατοικίες με τα χαμηλά ενοίκια. Πού και πού, ξύλινες μονοκατοικίες, και «μαγαζιά-ντέλι» για ένα καφέ, αβγά τηγανιτά, σόδα και «σάντουιτς» για όσους εργάζονταν εκεί γύρω, κυρίως έγχρωμοι και ισπανόφωνοι που αναζητούν μεροκάματο. Έκεί, είναι ένα μικρό εργοστάσιο επιδιορθώσεων αυτοκινήτων -στη γωνία του Βέρνον και της λεωφόρου Μπρόντγουέι- που είχε τους μοναδικούς έλληνες, για την περιοχή. Ιδιοκτήτης, ο κυρ-Μαθιός, ένα καλοσυνάτος άνθρωπος, γνωστός για την γενναιοδωρία του σ’ όλη την περιοχή. Μιας και το γραφείο με την αποθήκη ηλεκτρικών υλικών του άνδρα μου, ήταν πέντε λεπτά πιο κάτω, φυσικό ήταν να γνωριζόμαστε με τον κυρ-Μαθιό και να τα λέμε...
Εκεί φύτρωσε και η ιδέα να καθαριστεί ο χώρος, και να ζητήσουν από το ανάλογο γραφείο της Νομαρχίας άδεια ενοικιάσεως του χώρου με προοπτική δημιουργίας πάρκου για να εκθέτουν τα δημιουργήματά τους οι επίδοξοι Νεο-Υορκέζοι καλλιτέχνες.
Ένα δολλάριο ήταν το συμβολικό ενοίκιο και με την ευχάριστη αναστάτωση που φέρνει η σωστή καθαριότητα μαζί με ένα μεγαλόπνοο όραμα, σε δυο-τρία χρόνια, αυτός ο ακατάλληλος τόπος έγινε χώρος για τους αρχάριους μα ταλαντούχους καλλιτέχνες και γλύπτες! Όαση για φωτογράφους ερασιτέχνες, όπως κι εγώ! Οι δε νεολαίοι, ζητούσαν μικρές προσφορές από όποιον μπορούσαν, για ν’ αγοράσουν και να φυτέψουν βολβούς και διάφορα ανθεκτικά στις εποχές φυτά στον περίγυρο του χώρου, ν΄αγοράσουν -ακόμη και να χτίσουν- πέτρινα καθίσματα και τραπεζάκια..
Ο χώρος αυτός, με την πανέμορφη θέα τού Ανατολικού Ποταμού «Ήστ Ρίβερ» ( το παρακλάδι που ανοίγει ο Χιούστον, μια θάλασσα με ανοιχτές όχθες …) που αντανακλούσε στα νερένια στήθια του την απαράμιλλη πόλη της Νέας Υόρκης, όπου τα αμφίρροπα νερά του (μόνο το μοίρασμα τών νερών στα δύο, με το ένα μισό να κινείται για τη πόλη Νέα Υόρκη και το άλλο μισό να κυλάει
αντίθετα για τον Ατλαντικό Ωκεανό, με τα ανήσυχα γλαροπούλια, τις πολύχρωμες πάπιες, τα διαφόρων μεγεθών ιστιοφόρα και τα γραφικά «βαρκόπουλα», ήταν αρκετό για να χαλαρώνει τον νου και να συνταξιδεύει με τα πτερωτά που βουτούσαν κάθετα για ψάρια ...) ο χώρος, λοιπόν, αυτός έγινε η ψυχή του πάρκου που έξυπνα ονομάστηκε «Πάρκο του Σωκράτη»...
Η Σίλια, πάντα μ’ ένα κιτρινάκι φόρεμα και τα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά απλωμένα στους συριστικούς ανέμους, μ’ ένα τετράδιο σκίτσων κι ένα μισοτελειωμένο μολύβι, καθισμένη σ’ ένα πατικωμένο στρογγυλό βυσσινί μαξιλάρι στον κάπως άβολο βράχο, σκεφτόταν, κοιτάζοντας βαθιά στον ορίζοντα... Δεν ήταν η πρώτη φορά που την βλέπαμε εκεί, καθισμένη στην ίδια πάντα θέση, με την πλάτη γυρισμένη στον όποιο επισκέπτη του πάρκου, τα στρογγυλά γόνατα ενωμένα, oι μακριές γάμπες της θαρρείς λευκές ιωνικές κολώνες, τα παπούτσια δίπλα, και τις μύτες των ποδιών περίεργα γυρισμένες προς τα μέσα...
Ο Δημήτρης συχνά είχε προσπαθήσει να με κάνει να της μιλήσω, μα εκείνη η ίδια πάντα στάση, εκείνο το ανέκφραστο πρόσωπο με το πηγούνι σχεδόν στον αέρα, ήταν σαν να μου έκοβε τα φτερά.. και -πιστέψτε με- συνήθως πρώτη αρχίζω δήθεν, με μια απλή συζήτηση, όταν θέλω να πλησιάσω κάποιον. Περπάτησα προς το μέρος της…
–Σε βλέπω, δεν θα «γλυτώσει» η κοπέλα, μου είπε, ...κι εγώ, θα πάω να φέρω νερό από τη γωνία, να σου δώσω λίγο καιρό... Πλησίασα κάπως συνεσταλμένα κι άρχισα να της μιλώ στην αγγλική.
–Πολλές φορές σας έχω δει σ’ αυτό τον βράχο... δεν θέλω να σας ενοχλήσω... μα εκείνο που με κάνει να απορώ περισσότερο, δεν είναι το ότι κάθεστε πάντα σ’ αυτό το βραχάκι, ενώ έχει εδώ κοντά και τα πέτρινα καθίσματα... είναι που αυτό το ρηχό πηγάδι ακριβώς πλάι σας, έχει γεμίσει παλιόξυλα και σάπια χόρτα από την ρουφήχτρα του ποταμού... την άλλη φορά μάλιστα, είχαμε δει κάτι θρεμμένα ποντίκια, τόσο συχαμερά, που έτριξαν τα δόντια μου... Ξέρεις, το μαγαζί του άνδρα μου, Δημήτρη τον λένε, δεν είναι μακριά από ’δώ... όπου νάναι, θα γυρίσει, πήγε να πάρει δυο μπουκάλια νερό...
-Τον ξέρω... απάντησε, κοιτάζοντάς με στα γρήγορα, ήταν φίλος του κυρ-Μάθιου...
Δεν είχα καταλάβει ότι μου απάντησε στην ελληνική, και σχεδόν βιαστικά την ξαναρώτησα:
-Μα έχει πεθάνει τρία-τέσσερα χρόνια πριν... πώς τον ξέρατε; Είστε συγγενείς; Ποτέ δεν μας μίλησε για σένα... ήταν θείος σας;
-Θετός πατέρας μου ήταν! Σας έχω δει που με κοιτάτε κάθε φορά που συναντιώμαστε εδώ, και σας ευχαριστώ που δεν είστε περίεργοι...
-Είμαστε! Και οι δύο! Είπα βιαστικά και δάγκωσα την γλώσσα μου! –Συγγνώμη, δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε! Συνέχισα ...
-Μη νοιάζεστε, ξέρω για σας από τον Μάθιου, έμαθα, μα δεν ήθελα να κάνω εγώ την αρχή... «…όταν τους χρειαστείς, θα σε βοηθήσουν...» μου είχε πει μα δεν χρειάζομαι τίποτα. Δυσκολευόταν, πράγματι να μιλήσει, να εκφράσει κάτι περισσότερο. Η φωνή της, χαμηλή, σαν να τραύλιζε.
(Μπορεί επειδή θέλει να τα πει στα ελληνικά, ίσως για να μην ακούει κάποιος από ‘δω γύρω..., σκέφτηκα και τη ρώτησα)
-Αν θέλεις, μου απαντάς στην αγγλική... Γρήγορα με διέκοψε: -Δεν είναι αυτός ο λόγος. Για χρόνια, δεν μιλούσα καθόλου... μόνο με νοήματα... κι ένα «ναι» ή «όχι»...
–Ναι, μα καταλαβαίνεις και τις δυο γλώσσες... Τί σου συνέβη; Θέλεις να μας μιλήσεις; Αφού λες ότι μας ξέρεις και σου έχει μιλήσει κι ο κυρ-Μάθιου, μπορείς να μας εμπιστευθείς... δεν λέω ότι θα καταφέρουμε πολλά, μα πού ξέρεις, μπορεί να βοηθήσουμε σε κάτι... όμως, σε πειράζει αν φύγουμε λίγο μακρύτερα απ’ αυτό το μαύρο πηγάδι, κάπως με κάνει ν’ ανατριχιάζω... Το θυμάμαι από τότε όπου «επίδοξοι καλλιτέχνες» ήθελαν να φτιάξουν ένα «ζωντανό» γλυπτό στην όχθη, μα τους νίκησε το νερό του ποταμού... καμιά φορά νεαρούδια έρχονται και πετάνε πέτρες, και φοβίζουν κάτι βατράχια που έχουν συνηθίσει ν’ αρπάζουν παραπλανημένα ψαράκια...
-…τα έχω δει, χαζεύω μαζί τους, είπε ...
–Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Τόλμησε κι ο άνδρας μου. Πώς τα καταφέρνεις, μόνη σου, διότι σε βλέπω συχνά εδώ, άρα δεν δουλεύεις κάπου, πώς ζεις, εννοώ...
Τον κοίταξα έκπληκτη. –Τζίμη, αν θέλει η κοπέλα, θα μας πει... μη την πιέζουμε!
– Εσείς οι δυο, μιλάτε τόση ώρα, κι εγώ... μα, τί είπα ο άνθρωπος! Είναι βασικές ερωτήσεις... και τον Μάθιου τον γνώριζα χρόοονια!
-Με λένε Σίλια... Βασιλική... έχω το όνομα της γιαγιάς μου... ήταν χρόνια πολλά πριν, στο Κάιρο... ξέρετε πού είναι;
Βροχή ακολούθησαν οι ερωτήσεις, δίχως δεύτερη σκέψη ότι μπορεί να είμαστε πραγματικά ενοχλητικοί! Μα, μας είπε ότι κι αυτή ήθελε να μας μιλήσει!, καλά την κατάλαβα!
Από την Αίγυπτο είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο, η γιαγιά, κι οι γονείς με το πρωτογιό τους, το Μιχαλάκη! Είχαν αγοράσει ένα βολικό σπίτι στο Συχαρί, στη ράχη του Πενταδάκτυλου, κοντά στα τρία στρατόπεδα, σε καλή τιμή. Ο πατέρας, άνοιξε ένα κατάστημα ρούχων στην άκρη της Κερύνειας και πηγαινορχόταν κάθε μέρα, καλόβολος κι αγαπητός. Η Γιαγιά, άφησε την ευχή της στον αγαπημένο της Μιχαλάκη, κι έφυγε νωρίς... Η μάνα, λες κι ήταν τάμα, μετά από λίγο καιρό, γέννησε την Σίλια, ένα χιονάτο κορίτσι που μεγάλωνε και ψήλωνε, λες και το τραβούσες από τα μαλλιά. Ακριβώς τέσσερα χρόνια χώριζαν τα δυο αδέλφια, που έτυχε να έχουν τα ίδια γενέθλια... «...δεκαεννιά του Ιούλη το 1962 γεννήθηκα...» είπε η Σίλια και σαν τρένο ταχείας έλεγε, έλεγε, δίχως να σταματάει για μια κάποια ανάσα...
(συνέχεια στην επομένη ανάρτηση... Υιώτα)
Εκεί φύτρωσε και η ιδέα να καθαριστεί ο χώρος, και να ζητήσουν από το ανάλογο γραφείο της Νομαρχίας άδεια ενοικιάσεως του χώρου με προοπτική δημιουργίας πάρκου για να εκθέτουν τα δημιουργήματά τους οι επίδοξοι Νεο-Υορκέζοι καλλιτέχνες.
Ένα δολλάριο ήταν το συμβολικό ενοίκιο και με την ευχάριστη αναστάτωση που φέρνει η σωστή καθαριότητα μαζί με ένα μεγαλόπνοο όραμα, σε δυο-τρία χρόνια, αυτός ο ακατάλληλος τόπος έγινε χώρος για τους αρχάριους μα ταλαντούχους καλλιτέχνες και γλύπτες! Όαση για φωτογράφους ερασιτέχνες, όπως κι εγώ! Οι δε νεολαίοι, ζητούσαν μικρές προσφορές από όποιον μπορούσαν, για ν’ αγοράσουν και να φυτέψουν βολβούς και διάφορα ανθεκτικά στις εποχές φυτά στον περίγυρο του χώρου, ν΄αγοράσουν -ακόμη και να χτίσουν- πέτρινα καθίσματα και τραπεζάκια..
Ο χώρος αυτός, με την πανέμορφη θέα τού Ανατολικού Ποταμού «Ήστ Ρίβερ» ( το παρακλάδι που ανοίγει ο Χιούστον, μια θάλασσα με ανοιχτές όχθες …) που αντανακλούσε στα νερένια στήθια του την απαράμιλλη πόλη της Νέας Υόρκης, όπου τα αμφίρροπα νερά του (μόνο το μοίρασμα τών νερών στα δύο, με το ένα μισό να κινείται για τη πόλη Νέα Υόρκη και το άλλο μισό να κυλάει
αντίθετα για τον Ατλαντικό Ωκεανό, με τα ανήσυχα γλαροπούλια, τις πολύχρωμες πάπιες, τα διαφόρων μεγεθών ιστιοφόρα και τα γραφικά «βαρκόπουλα», ήταν αρκετό για να χαλαρώνει τον νου και να συνταξιδεύει με τα πτερωτά που βουτούσαν κάθετα για ψάρια ...) ο χώρος, λοιπόν, αυτός έγινε η ψυχή του πάρκου που έξυπνα ονομάστηκε «Πάρκο του Σωκράτη»...
Η Σίλια, πάντα μ’ ένα κιτρινάκι φόρεμα και τα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά απλωμένα στους συριστικούς ανέμους, μ’ ένα τετράδιο σκίτσων κι ένα μισοτελειωμένο μολύβι, καθισμένη σ’ ένα πατικωμένο στρογγυλό βυσσινί μαξιλάρι στον κάπως άβολο βράχο, σκεφτόταν, κοιτάζοντας βαθιά στον ορίζοντα... Δεν ήταν η πρώτη φορά που την βλέπαμε εκεί, καθισμένη στην ίδια πάντα θέση, με την πλάτη γυρισμένη στον όποιο επισκέπτη του πάρκου, τα στρογγυλά γόνατα ενωμένα, oι μακριές γάμπες της θαρρείς λευκές ιωνικές κολώνες, τα παπούτσια δίπλα, και τις μύτες των ποδιών περίεργα γυρισμένες προς τα μέσα...
Ο Δημήτρης συχνά είχε προσπαθήσει να με κάνει να της μιλήσω, μα εκείνη η ίδια πάντα στάση, εκείνο το ανέκφραστο πρόσωπο με το πηγούνι σχεδόν στον αέρα, ήταν σαν να μου έκοβε τα φτερά.. και -πιστέψτε με- συνήθως πρώτη αρχίζω δήθεν, με μια απλή συζήτηση, όταν θέλω να πλησιάσω κάποιον. Περπάτησα προς το μέρος της…
–Σε βλέπω, δεν θα «γλυτώσει» η κοπέλα, μου είπε, ...κι εγώ, θα πάω να φέρω νερό από τη γωνία, να σου δώσω λίγο καιρό... Πλησίασα κάπως συνεσταλμένα κι άρχισα να της μιλώ στην αγγλική.
–Πολλές φορές σας έχω δει σ’ αυτό τον βράχο... δεν θέλω να σας ενοχλήσω... μα εκείνο που με κάνει να απορώ περισσότερο, δεν είναι το ότι κάθεστε πάντα σ’ αυτό το βραχάκι, ενώ έχει εδώ κοντά και τα πέτρινα καθίσματα... είναι που αυτό το ρηχό πηγάδι ακριβώς πλάι σας, έχει γεμίσει παλιόξυλα και σάπια χόρτα από την ρουφήχτρα του ποταμού... την άλλη φορά μάλιστα, είχαμε δει κάτι θρεμμένα ποντίκια, τόσο συχαμερά, που έτριξαν τα δόντια μου... Ξέρεις, το μαγαζί του άνδρα μου, Δημήτρη τον λένε, δεν είναι μακριά από ’δώ... όπου νάναι, θα γυρίσει, πήγε να πάρει δυο μπουκάλια νερό...
-Τον ξέρω... απάντησε, κοιτάζοντάς με στα γρήγορα, ήταν φίλος του κυρ-Μάθιου...
Δεν είχα καταλάβει ότι μου απάντησε στην ελληνική, και σχεδόν βιαστικά την ξαναρώτησα:
-Μα έχει πεθάνει τρία-τέσσερα χρόνια πριν... πώς τον ξέρατε; Είστε συγγενείς; Ποτέ δεν μας μίλησε για σένα... ήταν θείος σας;
-Θετός πατέρας μου ήταν! Σας έχω δει που με κοιτάτε κάθε φορά που συναντιώμαστε εδώ, και σας ευχαριστώ που δεν είστε περίεργοι...
-Είμαστε! Και οι δύο! Είπα βιαστικά και δάγκωσα την γλώσσα μου! –Συγγνώμη, δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε! Συνέχισα ...
-Μη νοιάζεστε, ξέρω για σας από τον Μάθιου, έμαθα, μα δεν ήθελα να κάνω εγώ την αρχή... «…όταν τους χρειαστείς, θα σε βοηθήσουν...» μου είχε πει μα δεν χρειάζομαι τίποτα. Δυσκολευόταν, πράγματι να μιλήσει, να εκφράσει κάτι περισσότερο. Η φωνή της, χαμηλή, σαν να τραύλιζε.
(Μπορεί επειδή θέλει να τα πει στα ελληνικά, ίσως για να μην ακούει κάποιος από ‘δω γύρω..., σκέφτηκα και τη ρώτησα)
-Αν θέλεις, μου απαντάς στην αγγλική... Γρήγορα με διέκοψε: -Δεν είναι αυτός ο λόγος. Για χρόνια, δεν μιλούσα καθόλου... μόνο με νοήματα... κι ένα «ναι» ή «όχι»...
–Ναι, μα καταλαβαίνεις και τις δυο γλώσσες... Τί σου συνέβη; Θέλεις να μας μιλήσεις; Αφού λες ότι μας ξέρεις και σου έχει μιλήσει κι ο κυρ-Μάθιου, μπορείς να μας εμπιστευθείς... δεν λέω ότι θα καταφέρουμε πολλά, μα πού ξέρεις, μπορεί να βοηθήσουμε σε κάτι... όμως, σε πειράζει αν φύγουμε λίγο μακρύτερα απ’ αυτό το μαύρο πηγάδι, κάπως με κάνει ν’ ανατριχιάζω... Το θυμάμαι από τότε όπου «επίδοξοι καλλιτέχνες» ήθελαν να φτιάξουν ένα «ζωντανό» γλυπτό στην όχθη, μα τους νίκησε το νερό του ποταμού... καμιά φορά νεαρούδια έρχονται και πετάνε πέτρες, και φοβίζουν κάτι βατράχια που έχουν συνηθίσει ν’ αρπάζουν παραπλανημένα ψαράκια...
-…τα έχω δει, χαζεύω μαζί τους, είπε ...
–Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Τόλμησε κι ο άνδρας μου. Πώς τα καταφέρνεις, μόνη σου, διότι σε βλέπω συχνά εδώ, άρα δεν δουλεύεις κάπου, πώς ζεις, εννοώ...
Τον κοίταξα έκπληκτη. –Τζίμη, αν θέλει η κοπέλα, θα μας πει... μη την πιέζουμε!
– Εσείς οι δυο, μιλάτε τόση ώρα, κι εγώ... μα, τί είπα ο άνθρωπος! Είναι βασικές ερωτήσεις... και τον Μάθιου τον γνώριζα χρόοονια!
-Με λένε Σίλια... Βασιλική... έχω το όνομα της γιαγιάς μου... ήταν χρόνια πολλά πριν, στο Κάιρο... ξέρετε πού είναι;
Βροχή ακολούθησαν οι ερωτήσεις, δίχως δεύτερη σκέψη ότι μπορεί να είμαστε πραγματικά ενοχλητικοί! Μα, μας είπε ότι κι αυτή ήθελε να μας μιλήσει!, καλά την κατάλαβα!
Από την Αίγυπτο είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο, η γιαγιά, κι οι γονείς με το πρωτογιό τους, το Μιχαλάκη! Είχαν αγοράσει ένα βολικό σπίτι στο Συχαρί, στη ράχη του Πενταδάκτυλου, κοντά στα τρία στρατόπεδα, σε καλή τιμή. Ο πατέρας, άνοιξε ένα κατάστημα ρούχων στην άκρη της Κερύνειας και πηγαινορχόταν κάθε μέρα, καλόβολος κι αγαπητός. Η Γιαγιά, άφησε την ευχή της στον αγαπημένο της Μιχαλάκη, κι έφυγε νωρίς... Η μάνα, λες κι ήταν τάμα, μετά από λίγο καιρό, γέννησε την Σίλια, ένα χιονάτο κορίτσι που μεγάλωνε και ψήλωνε, λες και το τραβούσες από τα μαλλιά. Ακριβώς τέσσερα χρόνια χώριζαν τα δυο αδέλφια, που έτυχε να έχουν τα ίδια γενέθλια... «...δεκαεννιά του Ιούλη το 1962 γεννήθηκα...» είπε η Σίλια και σαν τρένο ταχείας έλεγε, έλεγε, δίχως να σταματάει για μια κάποια ανάσα...
(συνέχεια στην επομένη ανάρτηση... Υιώτα)
*****
Αγαπημένοι μου, όπως σας ενημέρωσα, αυτό το κομμάτι είναι αντιγραφή από την "αστοριανή", την ιστοσελίδα μου. ΔΕΝ ξέρω αν θα έχω το χρόνο να αντιγράψω το υπόλοιπο, όμως θα σας ενημερώσω. ΤΩΡΑ ΑΝ μπήτε στην Ιστοσελίδα μου, κάνετε ένα κλικ στα ΣΧΟΛΙΑ κι εκεί θα δείτε την υπέροχη συνεργασία που είχαμε με άλλους Ποιητές και Λογοτέχνες... Σίγουρα, θα τα "πούμε ..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου