9 Ιαν 2011

Ο Αη Βασίλης της Αγάπης, 3η συνέχεια, Υιώτας Στρατή, ΝΥ

(3η συνέχεια, από την προηγούμενη ανάρτηση)

...Αυτό ήταν εκείνο που μας έφερε την καταστροφή, … και μη με κοιτάς εμένα μ’ αυτό το βλέμμα! Έπρεπε να σου τα πω κάποτε, ακριβώς όπως τα αισθάνομαι. Δεν ήταν μόνο δικός σου ο γιος, Μπέση! Ήταν και δικός μου. Είχα κι εγώ γνώμη, αλλά εσύ; Πού να καταλάβεις!
Εγώ, όταν τότε, ήρθα στη Κόρινθο να δω τους δικούς μου και σε είδα στο ζαχαροπλαστείο ν’ αγοράζεις γλυκά… όπως σε φώτιζε ο απογευματινός ήλιος, με μάγεψες αμέσως. Είπα στον εαυτό μου πως –εκτός αν ήσουν παντρεμένη - εγώ θα σ’ έπαιρνα έστω κι αν θάπρεπε να μείνω εκεί, αφήνοντας όση προκοπή είχα κάνει εδώ, σε άλλα χέρια…
Θυμάσαι, καλή μου; Σου μιλούσα, σου μιλούσα, μέχρι που και τα γλυκά σου πλήρωσα… σ’ αγάπησα από τη πρώτη ματιά.
Εσύ, που ήξερες ότι ο γιος μας γνώριζε τη Ματίνα από κοριτσάκι, γιατί δεν την ήθελες; Φοιτήτρια ήταν, όμορφη ήταν, έξυπνη ήταν, … εντάξει ήταν λίγο κοντή, είχε λίγο ...στραβά πόδια –«πάπια» την έλεγες…- μα κι εσύ, Μπέση, δεν ήσουν δα και λαμπάδα!
Ο κυρ-Ανδρέας κοίταξε τη φωτογραφία μα δεν έβλεπε τίποτα. Τώρα που είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση ήταν απτόητος. Μόνο τη φωνή του μαλάκωσε, κάπως…
-... Ο γιος μας, της είχε δώσει τη καρδιά του, όπως κι εγώ σε σένα, όπως κι εσύ σε μένα…
Θα έφτιαχναν ένα ωραίο ζευγάρι, νέοι, καθαροί και γόνιμοι. Εσύ, γιατί να ζηλεύεις; Κοντά θα ήταν, δεν θα σου έλειπε η αγάπη του! Αχ… Μπέση! Η Αγάπη δεν έχει σύνορα. Δεν έχει συνταγές. Εσύ, που το ήξερες από πρώτο χέρι, γιατί;
Στριφογύρισε στη πολυθρόνα του θυμωμένος. Ήταν όπως ο χείμαρρος που ξέκοψε από το μεγάλο ποτάμι και δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτε.
-Εσύ, τον στέρησες από τη Ματίνα… εμάς, μας τον κατάπιε αμέσως η ζούγκλα του ΒιετΝάμ… δεν θα έφευγε αν εσύ υποχωρούσες, Μπέση. Σε σεβόταν, σ’ αγαπούσε, όμως ήταν κι αυτός σαν κι εσένα, ξεροκέφαλος κι αμετάπειστος… Δεν θα έφευγε! Θυμάσαι; Δεν ήθελε να πάρει ούτε ένα «πένι» από τα λεφτά μας. Ήθελε ν’ αρχίσει μαγαζί, μόνος του, από την αρχή… Τι κερδίσαμε; Εσύ, πρώτη έσπασες τη καρδιά του. Μετά η φρίκη της ζούγκλας. Με τη σειρά σου, προδόθηκες κι από τη δική σου καρδιά αφού δεν άντεξε τον χαμό του…
Πήρε ανάσα ο κυρ-Ανδρέας, κι άπλωσε το χέρι να πάρει μια χαρτοπετσέτα. Ήδη η μύτη του γέμιζε από τα δάκρυα που δεν άφηνε να φανούν, λες κι εκείνη θα τα έβλεπε…
-…τον ίδιο χρόνο, άντε και ο αδελφός μου… πώς ήθελες, μετά, εγώ ο απροσάρμοστος, πώς να κρατηθώ… κι από πάνω να κρατήσω και το εστιατόριο; Από εργοδότης έγινα εργάτης… από ευτυχισμένος, ξερό πηγάδι. Ένας ζωντανός νεκρός. Τι να κάνω τώρα; Έμεινα σ’ αυτό το άδειο σπίτι να φροντίζω αναμνήσεις …είναι αρκετές να με κρατήσουν όρθιο; Κοίταξέ με! Στράβωσε το κυπαρίσσι. Καμπούριασα. Αυτό το έρμο μπαστούνι, πολλές φορές λυγίζει κάτω απ’ την ανημποριά μου… τα σκαλιά μας, τρέμουν, όπως τα χέρια μου… να τα κατέβω εύκολα δεν μπορώ… πόσο μάλλον να τ’ ανέβω… Αχ! Ούτε για τ’ απαραίτητα, Μπέση, ούτε για τα απολύτως αναγκαία…
Έγειρε το κεφάλι στο στήθος εξουθενωμένος. Δεν ήθελε να τη στενοχωρεί. Ο πικρός του λόγος γινόταν τρυπάνι στο στήθος, τόσο που φοβήθηκε πως το αίμα θα ξεπηδούσε απ’ το στόμα του κρουνός. Τ’ αυτιά του βούιζαν, την κοίταξε ένοχα.
-…είναι βαρύ να μη βλέπεις άνθρωπο, Μπέση. Όχι ξένους, περαστικούς. Άνθρωπο δικό, εννοώ, που να μπορείς να του εμπιστευτείς την ανύπαρκτη καρδιά σου… Άνθρωπο που να μπορείς μαζί του να υφαίνεις, να ξυφαίνεις ιστορίες, να ζωντανεύεις, να ζεις με το λόγο το παρελθόν… για να ποτίζεται το δέντρο της θύμησης, και να κρατιέται. Ξέρεις εσύ, τι λέω. Δε γίνεται να παραμένει η θύμηση σε σκοτεινούς θαλάμους, ανήλιαγη. Σαπίζει, λιώνοντας και τη σάρκα μαζί της... όχι! Δεν πρέπει να μουχλιάζει το μυαλό, Μπέση. Εντάξει, τα ξέρω όλα αυτά, μα πώς θα το ξεπεράσω αφού είμαι άδειος, αχρείαστος για όλους...
Κοίταξε λοξά τη φωτογραφία μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο.
…-καλά, θα μου θυμίσεις πως υπάρχει κι η κυρία Στέλλα που δεν τη συνάντησες… και πως αν δεν την χαιρετίσω από ψηλά, όταν βγαίνει πίσω να φτιάξει τον κήπο της, έρχεται πάνω και χτυπάει το μεσότοιχο του σαλονιού… ναι, είναι κι αυτό κάτι… επί πλέον, το έχεις νομίζω καταλάβει πως θα πρέπει να φοβάται και τον άνδρα της, διότι έτσι στα γρήγορα, μονάχα τους τέσσερις χτύπους κάνει κάθε φορά: τακ, τακ-τακ-τάκ: Ηάι, χάου αρ γιου; Ρωτώντας με πώς είμαι, κι εγώ, σπεύδοντας, της απαντώ το ίδιο συνθηματικά πως είμαι καλά: τακ, τακ-τάκ…= Φάιν, θάνκ γου! Γύρισε το κεφάλι απότομα। –Τι;
…αν λες τώρα, για τη περασμένη βδομάδα που ήμουν στο νοσοκομείο, για να μου βάλουν στο γύψο τον αστράγαλο… μάλλον θα χτυπούσε τον τοίχο δυνατά και πολλές φορές… διότι δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση για το στράβωμα που έπαθε το κάδρο σου… ευτυχώς που δεν έπεσε να σου σπάσει και το τζάμι, …ξέρω από τις «γρουσουζιές» που πιστεύεις…
Ο χείμαρρος είχε κάπως ηρεμήσει. Η σκέψη της άλλης γυναίκας στο διπλανό διαμέρισμα, του έδινε μια ανεπαίσθητη ευχαρίστηση. Κάποιος άνθρωπος υπήρχε και ρωτούσε γι’ αυτόν, διακριτικά, παιδιάστικα… κι αυτό ήταν κάτι… ήταν κάτι! Έπιανε τον εαυτό του να περιμένει αυτό τον απλό ήχο, το ντροπαλό χαιρετισμό, που δεν του ζητούσε τίποτε περισσότερο από τα μυστικά της καρδιάς του. Ωστόσο, δεν ήθελε ν’ ανησυχήσει τη Μπέση του πιο πολύ…
-... δηλαδή, όχι ότι δεν θα σου έφτιαχνα άλλο κάδρο ή δεν θα σου έβαζα καινούριο γυαλί … μη γρατσουνιστεί το πρόσωπό σου, φοβόμουν. Γρουσουζιές και τα τοιαύτα, δεν τα πιστεύω πια…
Ο χείμαρρος, είχε λίγη ανηφοριά, ως που να γεμίσει τη κοιλάδα και να φτάσει στην εκβολή. Ο κυρ-Ανδρέας κοίταξε στη φωτογραφία το γιο τους. Ήξερε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Άδειασε τα δάκρυα στη χαρτοπετσέτα και πήρε βαθιά ανάσα.
-… άντε, θα σου το πω κι αυτό, παρόλο που εσένα δεν σου ξεφεύγει τίποτα. Κοίτα, αυτή εδώ η γρατσουνιά στο πρόσωπο του Πέτρου μας, φτάνει μέχρι τον ώμο της Ματίνας…. Σαν σπαθί που ήθελε να μπει και να φτάσει στη καρδιά της… Έγινε όταν το κάδρο έπεσε από τα χέρια μου ενώ προσπαθούσα να σε αποφύγω για να μη δεις το τι έκανα… ναι, Μπέση, αυτή είναι εκείνη η φωτογραφία τους που με οργή τη πέταξες στα σκουπίδια, κι εγώ τη μάζεψα, κρύβοντάς την πίσω από τα εικονίσματα. Πριν από λίγα χρόνια, τη ξαναθυμήθηκα και τη κατέβασα… άντε, για να μη σου κρύβω πια άλλες λεπτομέρειες… με συντροφεύουν, όμως, και πολλές φορές τους μιλάω από μέσα μου για να μη μ’ ακούς τι τους λέω… τους μιλάω, όπως μιλάω και σε σένα. Με ειλικρίνεια κι αγάπη. Ήταν μεγάλη ανάγκη να μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί τους…
και, μη με αγριοκοιτάς! Προδότης δεν έγινα ποτέ। Ούτε σε συναλλαγές, ούτε στην αγάπη… γιατί κάπως έτσι με κοιτούσες κι όταν έβγαζα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο να κάνω νεύμα, ένα άφωνο «γεια σου» στη σενιόρα του κήπου… «φάτε μάτια ψάρια» όπως λέει κι η παροιμία. Δεν έκανα αμαρτία, οι δυνάμεις μου με πρόδωσαν όπως η Τύχη…
Κοίταξε μ’ ανύποπτη ανδρική φιλαρέσκεια το όμορφο πρόσωπο της γυναίκας που του χάρισε εικοσιπέντε χρόνια από τη ζωή της, τη γυναίκα που της χάρισε όλη του τη ζωή. Στη διάρκεια του θρήνου για το χαμό του Πέτρου τους, η Ματίνα πήγαινε καθημερινά στο εστιατόριο και του παραστεκόταν. Μοιράζονταν τα δάκρυα και τον πόνο. Μιλούσαν γι’ αυτόν με τις ώρες στο απομονωμένο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας, απομακρυσμένοι απ’ το «πήγαιν-έλα» και τα τυπικά συλλυπητήρια των πελατών. Μόνο που η Μπέση κλείστηκε ερμητικά στον εαυτό της. Δεν ήθελε να δει άνθρωπο, καλά-καλά ούτε τον ίδιο.
Ήταν μια τραγική, επικίνδυνη απόσταση μεταξύ τους. Τα λόγια δεν έρχονταν εύκολα, όπως το ίδιο δύσκολα ήταν και τα χάδια της στοργής. Κάποια μέρα, έπαψε να πηγαίνει κι η Ματίνα, με δικαιολογία πως παντρεύτηκε κάποιον αρκετά ηλικιωμένο… διότι η ζωή είναι άστοργη κι ο κόσμος πολύ κακός, -κάτι που ο κυρ-Ανδρέας γνώριζε από πρώτο χέρι.
Στα επόμενα χρόνια, η Ματίνα έστελνε κάποια κάρτα για τις γιορτές των Χριστουγέννων, που και που έκανε κάνα σύντομο τηλεφώνημα, λες κι ήθελε να επαληθεύει τον αριθμό. Τότε, κάποια φορά, είχε προσπαθήσει να μιλήσει στη Μπέση να καλούσαν τη Μαρίνα στο σπίτι τους, να μοιράζονταν λίγες ώρες μαζί, μα έπεσε σε τσιμεντένιο τοίχο σιωπής…
Ώσπου του έφυγε κι η Μπέση, με το δηλητήριο πίσω από τα ραμμένα της χείλη.
Αγκαλιές στερημένες από διπλή αγάπη…
-...σου τα είπα όλα για τη Ματίνα, Μπέση μου, τίποτα δεν έμεινε πίσω που να μη το ξέρεις… Όσο για τη σενιόρα, κι εσύ άκουσες το τελευταίο της «τακ-τακ-τάκ» και σου έδειξα το Χριστόψωμο που άφησε έξω από τη πόρτα μας μαζί με το σημείωμα όπου μισά αγγλικά, μισά ιταλικά, έγραφε πως σε δυο μέρες θα έφευγαν για τη Φλώριδα, στο νέο τους σπίτι. …για να δούμε, τώρα, ποιος θα έρθει πλάι μας, και ποιος θα περιποιείται το κήπο της σενιόρας… όποιοι και νάναι, αρκεί να είναι ήσυχοι…
Ο κυρ-Ανδρέας τράβηξε το μαξιλάρι από τον καναπέ, το έβαλε στο τραπέζι και με δυσκολία ακούμπησε το πόδι του. Σήμερα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, είχε μια ανησυχία, μια νευρικότητα που δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει με τίποτα.
(μια ...ακόμη συνέχεια, Φίλες και Φίλοι μου! Δεν θ' αργήσω πολύ!
Σας ευχαριστώ και σας ...χιονο-ασπάζομαι, άντε και μας έρχεται νέα θύελλα!
Πάντα μ' αγάπη, )
Υιώτα

3 σχόλια:

χρυσάνθη είπε...

Πέρασα να σου πω μια γλυκειά Καλημέραααααααααα!!!!!!Εν αναμονή του τέταρτου μέρους...........

Μαριάνθη είπε...

Μην αργείς με κρατάς σε αγωνία.
Την αγάπη μας.

Αστοριανή είπε...

Χρυσ-Ανθη μου,

και

Μαρι-Ανθη μου!

Ευχαριστώ!
...λίγη
υπομονή, και...φτάνει η συνέχεια!

Πάντα με την αγάπη μου,
Υιώτα
"αστοριανή"
ΝΥ