17 Ιουλ 2011

ΚΥΠΡΟΣ, αγαπημένη! Γ' συνέχεια: "ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗς Σίλια"



(Τρίτη και τελευταία συνέχεια...)


Όταν ακούς το βουητό και βλέπεις ένα τσουνάμι να έρχεται κατά πάνω σου, -και να ξέρεις ότι θα πνιγείς μαζί του-, χάνεις και τη λαλιά σου...

Η Σίλια, σαν δαιμονισμένη ψυχή, ξαναζούσε τις τραγικές της ώρες, και δεν μ’ άφηνε στιγμή να τη διακόψω... άλλωστε, τί να έλεγα! Απαντούσε στις αμίλητες ερωτήσεις μου μόνο κοιτάζοντας τα μάτια μου... κι ο Δημήτρης, αργούσε... όπως κι ο ήλιος στον ορίζοντα...


- ... το μοιρολόι και οι βλαστήμιες του μπάρμπα-Κάκου που έδερνε το ζώο του, ένα σαράβαλο γάδαρο, με σταμάτησαν... συνέχισε την ιστορία της, ακούραστη και ονειροπαρμένη η Σίλια...


–Κατά πού πα’αίνεις, γιόκα μ’, μονά’ο σου στο μονοπάτι! Στόμαν έ’εις και λαλιάν δεν έ’εις... έλαν, πάμεν κατά με... Κάκο, με λέν’…
Το πώς και πότε φτάσαμεν κοντά στα στρατόπεδα, ούτε που θυμάμαι... Φωνή και δάκρυα, είχαν πετρώσει μέσα μου. Ότι και να έλεγεν ή και να με ρώταγεν ο μπάρμπα-Κάκος... κουνούσα το κεφάλι μου... κι αυτός, κοιτούσε τα μάτια μου και καταλάβαινε.

Εγώ, συνέχεια σκεπτόμουν το Μιχαλάκη μου και την αιτία που η Φύση έκαμεν για να σκοτωθούν τα δυο παιδιά... δεν ήξερα πώς να το πω και τί θα μπορούσα να κάνω για να διορθώσω το αυτό κακό... δεν μ’ ένοιαζε καλά-καλά ούτε για το πού να ήταν ο πατέρας... αυτός ήταν άνδρας...
«...οι γυναίκες έχουν άλλην μοίραν... ορκίσου μου...» άκουγα τη φωνή της μάνας μου καθαρά στ’ αυτιά μου...

Ακολουθούσα τον μπάρμπα-Κάκο σαν δαρμένο σκυλί, όπου κι αν πήγαινε...
Κάποιοι στρατιώτες μας πλησίασαν, κάτι είπαν μαζί του, με πήραν χωριστά, μ’ έκρυψαν σε κάτι σπηλιές που είχαν φτιάσει με κλαδιά...

«...έχουμε μια γυναίκα, μιαν αμερικάνα να σε «διοθετήσει...» μου είπαν,


«... έχει μιαν άρρωστην κόρην, να την βοηθάς εκεί ... -κρυφά έχουν οργανωθεί, να σας φυγαδεύσουν... ειδικά για σας, τα παιδιά... »


-Κι εσύ, τί λες, είπε η Σίλια, κοιτάζοντάς με, να …ρωτούσα λεπτομέρειες; Αφού δεν είχα άλλη λύση! ήταν η ευκαιρία να φύγω... να φύγω όσο μακριά μπορούσα... η μοίρα μου ήταν διαφορετική, αφού κι η μάνα μού το είπε... και της τ’ ορκίστηκα! Εμείς, οι γυναίκες έχουμε άλλη μοίρα!...

Βροντούσαν στ’ αυτιά μου τα λόγια της: «… Εμείς, οι γυναίκες, έχουμε άλλη μοίρα…!!!»

-Όμως, τη πρώτη φορά που είδα τον κυρ-Μάθιου, συνέχισε η Σίλια, νόμισα ότι συναντούσα κάποιο δικό μου άνθρωπο. Ήταν μικρόσωμος, με κοντοκομμένα μαλλιά και μια χωρίστρα που όλο και την έστρωνε να ισιώνει...

«-...θα μένεις πλέον, εδώ, στης ξεναδελφής μου το διαμέρισμα, μου εξήγησε... είναι χήρα κι έχει το κορίτσι που δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει... Ως που να ταχτοποιηθούν τα χαρτιά σου, θα σε φροντίζουμε εμείς. Σιγά-σιγά θα συνέλθεις, θα βρεις δουλειά και τα βράδια θα πηγαίνεις σχολείο. Εδώ, τα παιδιά πρέπει να μορφώνονται... άλλωστε, δεν είναι μακριά, θα πηγαίνεις με τα πόδια...»

Κάπως μέσα μου ησύχαζα. Εδώ, θα είμαστε όλες γυναίκες... ήμουν βέβαιη ότι αφού η μοίρα των γυναικών είναι διαφορετική (!), ότι θα τα πήγαινα καλά μαζί τους... Αρκεί να κρατούσα τον όρκο της μάνας μου.

Μέχρι στιγμής, όλα πήγαιναν καλά... Σιγά-σιγά άρχισα να μιλάω μονολεκτικά... προς μεγάλη τους έκπληξη, άρχισα να ξαναγυρίζω στη γυναικεία μου υπόσταση, τα μαλλιά μου μεγάλωναν, δεν έμοιαζα το ψηλόλιγνο αγόρι που με συνάντησαν στην αρχή... μάλιστα γρήγορα έμαθα να φροντίζω και το δεκαπεντάχρονο κορίτσι που ήταν καθηλωμένο από γεννησιμιού του στην μεγάλη πολυθρόνα. Ερχόμαστε κι οι τρεις τα πρωινά στο πάρκο, μέχρι που έμαθα να πηγαίνω μόνη μου, δηλαδή εγώ κι η Αννούλα της κυρα-Πολυξένης...
Είχα το δωματιάκι μου, πάντα ήμουν λιγόφαγη, τους γέμιζα δεκάδες «ευχαριστώ» κάθε μέρα... κι ο καιρός περνούσε ήρεμος, σιωπηλός...


Το βλέμμα της άχρωμο, πετούσε…


-Έχεις ακόμη το δαχτυλίδι; Ρώτησα στα γρήγορα...
–Όχι, το έδωσα στον κυρ-Μάθιου, πού το πούλησε, δεν ξέρω... μα μου είπε ότι έχει βάλει ένα καλό λογαριασμό στο όνομά μου... από κει, κάθε μήνα έρχονταν μια επιταγή, την πηγαίναμε στην τράπεζα, από κει και πέρα το ίδιο, μέχρι σήμερα...

Άρχιζα και πήγαινα στο σχολείο... με την κυρα-Πολυξένη, διαβάζαμε μαζί, ζούσαμε μαζί, που και που μας πήγαινε καμιά βόλτα ο κυρ-Μάθιου, μα δεν είχε και χρόνο... έμενε «άπστέιτ», είχε οικογένεια μα δεν μας πήγαινε εκεί. Δεν τα είχαν καλά με την κυρα-Πολυξένη...
«- και τώρα που έχει «φύγει» ο Μάθιου; ρώτησα ...
«-...το κορίτσι, την Αννούλα... το έχουν πάει σ’ ένα ίδρυμα, δεν ξέρω αν ζει... η κυρα-Πολυξένη «έφυγε» σχεδόν μαζί με τον Μάθιου... μένω μοναχιά μου... συμπλήρωσε η Σίλια.


Άντε, τώρα, να βάλεις σε σειρά τη ζωή και τα παρακλάδια της τύχης.


« –Μα ... δεν ερεύνησες ποτέ σου, τί μπορεί να έγινε ο πατέρας σου;... αν ζει... τί ξέρεις για το σπίτι που έχετε στην Κύπρο; ... πώς! Δεν σε νοιάζει για τίποτα;
«- τί να με νοιάζει!... ο αδελφούλης μου χάθηκε από αιτία δική μου... ο πατέρας μου, θα έχει πεθάνει... ποιον έχω να νοιαστώ! ...

Το σπίτι; το χώμα; Ποιος νοιάζεται; Ετούτο το κομμάτι του πάρκου, εδώ, από κάτω έχει σκουπίδια, από πάνω έχει λουλούδια… έχει κι εκθέματα που τ’ αλλάζουν κάθε Μάη...

διαβάζω καμιά εφημερίδα... χάλια γράφουν, δεν διαβάζονται... αφού τα πάντα έχουν αλλάξει! Εγώ; Πες μου, Τί διαφορετικό να κάνω;... μόνο αν ζούσε ο Μιχαλάκης μου, θα έτρεχα να τον αγκαλιάσω... να του πω ότι τότε δεν έφταιξα σε τίποτα... ότι δεν έκανα τίποτα κακό... ούτε τότε, ούτε και εδώ, τώρα... Κράτησα τον όρκο που έδωσα στη μάνα μου πέρα για πέρα... γι’ αυτό δεν μιλάω σε κανέναν... έτσι με συμβούλευε κι ο κυρ-Μάθιου, έτσι κάνω!...


-Μα είσαι νέα γυναίκα, κι όμορφη, Σίλια. Κάποιος θα είναι και για σένα.


Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι οι γυναίκες έχουν ξεχωριστή μοίρα, κι ότι κι αυτή δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τα γραμμένα.

–Ένα θα σας ζητήσω, και να μου ορκιστείτε, όπως έκανα κι εγώ, με την μάνα μου, ότι δεν θα πείτε τίποτα απ’ όλα αυτά σε ψυχή! Εγώ, θέλω να κάνω κάτι για τα παιδιά του πολέμου. Αν πάθω τίποτα, θα πετάξουν και το καλαμο-μπαστούνι μου... θα πετάξουν και το βραχιόλι... άνθρωπος δεν πατάει στο διαμέρισμα, φίλους δεν έχω να μιλάω παρά μια μεγαλόσωμη κούκλα που έμεινε στο κρεβάτι, πλάι, στο χαμηλό παράθυρο, από τότε που «έφυγε» το κορίτσι... εδώ είναι τα χαρτιά μου, τα μολύβια μου, το πάρκο, το ποτάμι... και το νεροπήγαδο στη γωνία, εκεί πέρα...

Ποιος χρειάζεται περισσότερα να ζήσει;
... άσε που στα πλαϊνά διαμερίσματα, μυρίζει αιματίλα κάθε Παρασκευή... κοκόρια σκούζουν άγρια, -είδα μια μέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα έναν σκουρόχρωμο με κάτι μεγάλα φτερά στο κεφάλι του, να πίνει ένα κόκκινο ποτό... να λερώνονται τα γένια του... και να λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια σε μια που ντύνεται σαν γύφτισσα... τρόμαξα τόσο που είχα δυο μέρες να βγω έξω...

Φοβάμαι, ξέρετε, έχουν αγριέψει πολύ τώρα τελευταία...

Βγαίνουν τις νύχτες δυο-δυο, μιλούν σιγανά γέρνοντας ο ένας στο αυτί του άλλου λες κι ερωτευμένοι που πηγαίνουν βόλτα… παρακολουθούν τη γιόμιση του φεγγαριού προσεκτικά και πάνε στο μονοπάτι πίσω από τους θάμνους... δεν ξέρω... μάγια κάνουν; Δεν ξέρω... !!!

γι’ αυτό βγαίνω νωρίς…

...μια μέρα σκόνταψα πάνω σε μικρά καύκαλα, ισχνά κόκκαλα και μια ξεσχισμένη σακούλα με λερωμένα πούπουλα... τα έσπρωξα, να κυλήσουν κάτω, στο νερό μη βρω κι εγώ κάνα μπελά …ένα ξέρω ότι φοβάμαι κάθε μέρα και περισσότερο...


Η φωνή της κόμπιαζε. Έσκυψε το κεφάλι σαν γριά καμπουριασμένη, η Σίλια, κι είναι ακόμη τόσο νέα! Απομακρυνθήκαμε μουδιασμένοι. Είχαμε ακούσει ότι η αστυνομία έκανε αιφνιδιασμούς σε δύο τουλάχιστον πολυκατοικίες, μια για την μυρωδιά, μια για στοιχήματα… δήθεν για παράνομους, από τα «νησιά»… μα οι άνθρωποι δεν μιλούν, δεν δίνουν λεπτομέρειες… σίγουρα θα φοβούνται τ’ αντίποινα από τους δράστες της νύχτας…


-Πρέπει να πάμε σε δικηγόρο, συμφωνήσαμε με το Δημήτρη.

Μονάχα, δεν του πούμε για ...καλαμο-μπάστουνο κ.λ.π. ... μπορεί να είναι και τη φαντασίας της... μη βρεθούμε μπερδεμένοι...

Έχει δίκιο για τα μαγιλίκια... Έχω ακούσει ότι η «Βούντου» είναι η ...θρησκεία τους, την έχουν δήθεν απορρίψει, μα τους πιέζουν, τους φοβίζουν με τα μάγια από τα νησιά... την συνεχίζουν κι εδώ, αλλά στα κρυφά...

Θα μάθουμε ποιος χειρίζεται την πολυκατοικία, ήξεραν την κυρα-Πολυξένη, κάποιος θα ξέρει και την Τράπεζα της... Μπορεί κι ο Ταχυδρόμος να μας βοηθήσει. . .




Πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες. Περνώντας με το αυτοκίνητο, βλέπαμε τη Σίλια στην ίδια πάντα θέση, αλλά δεν σταματούσαμε. Τί να πεις άλλωστε σε μια κοπέλα που μεγάλωσε κάτω από τέτοιες συνθήκες! Τί οικογένεια γνώρισε, τί πατρίδα!


Εδώ, εμείς φύγαμε για ένα καλύτερο «αύριο» κι έχουμε τόσες αμφιλεγόμενες απόψεις...

κι αυτή, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που η μητέρα-φύση από τη μια μεριά κι η ποταπή εισβολή από την άλλη, την ξερίζωσε σαν άχρηστο δεντρί...


Εμείς, δεν μοιάζουμε σαν να μας έχουν διώξει από το πατρικό μας; Δεν μας θεωρούν σαν ξένους τα ίδια τ’ αδέρφια μας;... Αν δεν επικοινωνούσαμε εμείς, δεν θα μοιάζαμε σαν άλλοι «αγνοούμενοι»! Αχ! Κάπου έχει δίκιο η Σίλια! Το ξερίζωμα είναι σκληρό. Κι αν το «φυτώριο» είναι «ασθενικό» δεν είναι εύκολο να βρει το δρόμο του, στην κοινωνία...

Η μεγαλύτερή μας ικανοποίηση ήταν να συμφωνήσουμε να πάμε μια μέρα με τον κύριο Ιωάννου, έναν ευυπόληπτο δικηγόρο της περιοχής, να συναντήσουμε τη Σίλια...

Οι ειδήσεις που είχε, ήταν πολύ ευνοϊκές. Υπήρχε ένας περίπου πενηντάρης Συχαριώτης, με το όνομα του αδελφού της, με γυναίκα και δυο παιδιά, τον Αργύρη και τη Σίλια, που είχαν κάνει προκοπή σ’ ένα προάστιο κοντά στο Λονδίνο, σε μια κυπριακή κοινότητα...

Ανακάλυψε ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση τους είχε δώσει ένα διαμέρισμα ως αντάλλαγμα για την περιουσία που έχασαν... κι ότι εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, πήγαιναν εκεί για ένα μήνα, κάθε Αύγουστο, «για τα παιδιά» -όπως έλεγαν... Αν τον εμπιστευθεί η ίδια η Σίλια, θα της προτείνει να βγάλουν εισιτήρια για τούτο τον Αύγουστο και να πάνε μαζί για τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή της!


-Πώς αισθάνεσαι τώρα; Ρώτησα τη Σίλια που έμοιαζε περισσότερη χαζή από ποτέ!

Στην αγκαλιά της είχε τη μεγαλόσωμη κούκλα της Αννούλας και της χτένιζε προσεχτικά τα μαλλιά…
-Κοίτα την! Μου λέει… Της έλεγα ένα τραγούδι που τόχω φτιάξει μόνη μου, κι αυτή έκλεισε τα γυάλινα τα μάτια… να σας το τραγουδήσω;

Είχε τόση λαχτάρα η φωνή της που δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε…


«… ύπνε που παίρνεις τα μωρά… έλα πάρε μου κι ετούτο… μικρούλι σου το έδωσα… μεγάλο φέρε μούτο… Νάνι-νάνι το μωρό μου, πόσο τ’ αγαπώ… νάνι-νάνι το παιδί μου, πόσο τ’ αγαπώ…
-Σίλια! Είναι υπέροχο! Το λέγατε στην Κύπρο;
-σσσουτ! Μου έκανε με νόημα, δείχνοντας την κούκλα…

«-κλείσε τα ματάκια σου, μωρό μου και κοιμήσου, είν’ ο Χριστούλης πλάι σου κι η Παναγιά μαζί σου… Νάνι-νάνι το μωρό μου, πόσο τ’ αγαπώ! Νάνι-νάνι το παιδί μου, πόσο τ’ αγαπώωωωω……. »


Μόνη μου το έβγαλα κι μελωδία είναι καταδική μου!!! Σας άρεσε;

Τα γυάλινα μάτια της ξαπλωμένης κούκλας ήταν κλειστά, τα μάτια της Σίλια, στεγνά. Η φωνή της ήταν τρεμάμενη, μα τόσο γλυκιά, τόσο τρυφερή…


Δεν μπόρεσα, έγειρα να την αγκαλιάσω, μ’ αυτή, λες και το περίμενε, έβαλε την κούκλα στην παλιά απλωμένη κουβέρτα, πήδηξε όρθια και μ’ αγκάλιασε με μια δύναμη που νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω!

-… δεν τόχω πει σε κανένα άλλο τούτο το νανούρισμα… της το τραγουδάω σιγά τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος…

Η συνάντηση με τον Δικηγόρο έγινε στην ίδια τοποθεσία, κατά το απόγευμα της πρώτης Αυγουστιάτικης Δευτέρας.

Έτσι ήθελε η Σίλια, έτσι κάναμε, κυρίως για να μην αλλάξει γνώμη…


-Ρώτησες για τον Σέην; ρώτησε πρώτη εκείνη κοιτάζοντάς τον κύριο Ιωάννου στα χείλη... Αν αυτός ο Μιχάλης ξέρει τον Σέην, το «τουρκάκι μας», αυτός θα πρέπει να είναι ο Μιχαλάκης μου! Αυτός θα πρέπει να είναι ο αδερφούλης μου!!!!!!!!!!
Δεν περίμενε απάντηση! Η καρδιά της, έλεγε «ναι!»


Αν έχετε δει τρελό άνθρωπο να στριφογυρίζει, να χορεύει, να σκαρφαλώνει στο βραχάκι του πάρκου σαν αγριοκάτσικο και να πηδάει σκουντουφλώντας στο γρασίδι... αν έχετε δει πεταλούδα ζαλισμένη από το νέκταρ των λουλουδιών, να την βαραίνει η ίδια της η χαρά... ...έτσι είδαμε τη Σίλια, … να καθίσει κατάχαμα, να βάλει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και να μη σταματάει τους λυγμούς που είχαν χτίσει άλλο ένα μαύρο πηγάδι στην αμόλυντη καρδιά της...

Αφήσαμε τον κύριο Ιωάννου μαζί της. Ξέραμε ότι ήταν σε τίμια χέρια. Με την υπόσχεση ότι θα μας ενημερώνουν τακτικά, πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.

Αυτή η γη που ριζώσαμε, ήταν πλέον και δική μας γη, κι αυτό το αμφίδρομο, πλατύ ποτάμι, ήταν το ίδιο γαλανό, σαν το νερό της δική μας θάλασσας...

Μπορεί ο τόπος αυτός να ήταν η θετή μάνα, η μητριά... με ποικίλα τα συναισθήματα, με σταθερούς τους στόχους... Μα είναι μια καλή μάνα…
Το δε, «πάρκο του Σωκράτη», ήταν κι αυτό μέρος από τη δική μας πατρίδα!

κι όσο το... ενοίκιο θα ήταν το ΕΝΑ δολλάριο τον χρόνο, κι όσο οι επίδοξοι νέοι της Τέχνης θα το καθάριζαν και θα το ανανέωναν με καινούρια γλυπτά κι άλλα εκθέματα... οι φορσίθιες, τα πλατάνια, οι μουριές, οι αζαλέες, οι ορτανσίες, ...οι βολβοί και τόσα άλλα που έχουν φυτέψει οι εθελοντές-καλλιτέχνες... θα καταγράφουν τους ψιθύρους του Ήστ Ρίβερ που μας πείθει ότι ο ουρανός είναι παντού γαλάζιος, ότι τα άσχημα της ζωής σιγά σιγά καταπίνονται στον βυθό,


ότι η συνέχεια είναι μια ακατάπαυστη ελπίδα κι ας είναι αμφίδρομη...


Ο καλός καπετάνιος, δοκιμάζεται, μα προχωρεί...


Γύρω μας, τα σπουργίτια συνέχιζαν να χαριεντίζονται...

Οι γλάροι έκοβαν σπαθιές την εικόνα τής απέναντι πόλης της Νέας Υόρκης, μα δεν την μάτωναν...
Δεν λέγαμε πολλά…

Μέσα μας, κάτι μας βεβαίωνε ότι η Σίλια δεν θα μας ξεχνούσε...




========.........................================.......................=============


Κι εδώ,

φτάσαμε στο ΤΕΛΟΣ της ιστορίας.

Εύχομαι να έχω την κατανόησή σας, τώρα καλοκαιριάτικα,

... μα την θυμήθηκα με τα ζοφερά γεγονότα της Κύπρου μας.


Σας φιλώ,

πάντα με αγάπη,


Υιώτα

16 σχόλια:

kariatida62 είπε...

Mια ιστορία που υμνεί την ελπίδα για το καλύτερο αύριο που ξημερώνει και ποτέ δεν γνωρίζει κανείς τι του επιφυλάσσει!
Πάντα υπάρχουν και οι προστάτες άγγελοι που στην περίπτωσή μας διάλεξαν την Γιώτα και τον Δημήτρη να πάρουν την ανθρώπινη υπόστασή τους και να επέμβουν!
Νάσαι καλά Γιώτα...μας έδωσες κουράγιο, πως υπάρχει Θεός και κάπου κάπου ρίχνει τα μάτια του στα κατατρεγμένα πλάσματά του!

Γιαγιά Αντιγόνη είπε...

Κάπου υπάρχει μια αγκαλιά.. κριμένη.. ξεπετιέται έτσι στα ξαφνικά από το πουθενά να αγκαλιάσει τον κατατρεγμένο άγγελο..
Οι φτερούγες σας έδωσαν ελπίδα στη Σίλια..

Για αυτούς τους λόγους σε ονομάτισα
ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΓΚΑΛΙΑ.. και έξω δεν έπεσα!

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ είπε...

"Εμείς, οι γυναίκες έχουμε άλλη μοίρα!...
Πόσες γενιές γυναικών μεγάλωσαν με αυτή την πεποίθηση. Ίσως ακόμη και σήμερα να συμβάινει
Μια ιστορία που όπως πάρα πολύ σωστά λέει η kariatida62 είναι ύμνος στην ελπίδα!
Η αφήγηση είναι συναρπαστική σε βαθμό που δεν θέλεις να τελειώσει. Οι ντοπιολαλιές στους διαλόγους προσδίδουν στο κείμενο μια ρεαλιστικότητα. Ακόμη και οι αναφορές περί τελετών βουντού στις γειτονιές της Ν.Υ είναι τόσο επιτυχημένα ενσωματωμένες στην καθημερινότητα που σχεδόν τις βλέπεις. Απεικόνισες την Σίλια με αγάπη. Και αυτό φαίνεται!
Υιώτα φίλη μου μας χάρισες ένα υπέροχο ανάγνωσμα που μέσα από τις τραγικές του στιγμές αφήνεις ακτίνες του φωτός για ένα καλύτερο αύριο να περνάνε.
Σε ευχαριστούμε που μας το προσέφερες.

Τατιάνα Καρύδη είπε...

Αν δεν είναι πραγματική ιστορία, έτσι που έχει γραφεί είναι ήδη ..πραγματική!
Αστοριανή μου κατάφερες να βάλεις την Κύπρο, την προσφυγιά, τον πόνο, τον ξεριζωμό, την απόγνωση, την αγάπη, την ελπίδα και την λύτρωση , ΌΛΑ σ ένα κείμενο που και μόνο η ανάγνωση μας κάνει καλύτερους..
Υπέροχο, συγκινητικό και βαθύ!

σ ευχαριστώ που το μοιράστηκες..

Αστοριανή είπε...

Κάρυ μου,
Συγκινημένη σου απαντώ με λίγα λόγια...: Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

Είναι πράγματι μεγάλο φάρμακο να ελπίζει κάποιος και να πιστεύει ότι μια ανώτερη Δύναμη θα είναι μια κάποια στιγμή με το μέρος του!
Μεμονομένες περιπτώσεις, ως και συνολικές, μας έχουν δώσει πολλά στοιχεία για να μην αφηνόμαστε έρμαια στην απελπισία.
Πιστεύω ότι η πρώτη "κατοικία" αυτής της Δύναμης είμαστε εμείς οι ίδιοι...
Αρκεί να τολμήσουμε να κοιτάξουμε έσωθεν...
Πάντα με την αγάπη μου,
σε φιλώ,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Ω! Αντιγόνη μου!
...έχει αρχίσει να ...ξεχειλίζει η αγκαλιά μου...
Κάπου κουράστηκε. Ίσως φταίει η συμβουλή του πατέρα που μούλεγε:
-... εσύ έπρεπε να γεννηθείς αγόρι!
(Αυτό είπε και στον Δημήτρη, όταν αρραβωνιαστήκαμε, δίπλα στο κρεββάτι του στον "Ευαγγελισμό" που ήταν με δεξιά παράλυση...
...όταν ανοίγεις την αγκαλιά σου, να μη το μετανιώνεις... κάποια ώρα που δεν θα την περιμένεις, θα σου βρεθεί μια άλλη... και τότε θα ευχαριστήσεις πρώτα τον Θεό!...) !!!
Σ' ευχαριστώ, όσο δεν φαντάζεσαι...
και ήδη σ' αγαπούμε.
Πάντα με αγάπη,
Υιώτα
και Δημήτρης

Αστοριανή είπε...

Χριστόφορε, Φίλε αγαπημένε,
από την πρώτη στιγμή!!!

Γλυκόπιοτα τα σχόλια σου. Πιστεύω ότι πράγματι χάρηκες την γραφή μου,
και μ'ενθαρρύνεις να κάνω το ...ίδιο αμάρτημα και σ' επομένη φορά...
Οι "ιστορίες μου" -κι είναι κάμποσες-
δέχονται την τιμωρία, αρνούνται όμως την τελική πτώση.
Όπως δέντρα ευλύγιστα, ακόμη και ημιξεριζωμένα, φτάνουν μέχρι το άγγιγμα στη γη μα δεν σπάζουν...
Δεν με βαστάει η καρδιά κι ο νους, να αφήνω το πλέον εύθραυστο ον, τον άνθρωπο, να σπαταλιέται δίχως σκοπό στη ζωή.
'Ολοι μας αξίζουμε κάτι καλύτερο!
Ευχαριστώ για τις πολύτιμες σκέψεις σου,
Πάντα με αγάπη,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Ρεγγίνα μου,
αρχοντοπούλα της ευαίσθητης καρδιάς
και της ευαίσθητης σκέψης,
τί άλλο παρά να σ' ευχαριστήσω θερμά για την αγάπη σου.

Μαζί με τους άλλους φίλους αυτής της ιστοσελίδας,
έχετε γίνει Φίλες και Φίλοι μου, καλόδεκτοι!
Η διαίσθηση ότι τα συναισθήματά σου
είναι γεμάτα ειλικρίνεια,
μ' ενθαρρύνεις να μοιράζομαι κατά καιρούς "διαφορετικές εμπνεύσεις κι εμπειρίες"...
Ευχαριστώ σε, Φίλη μου,
και μένω με πολλή αγάπη,
Υιώτα

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...

Όταν ο Χριστόφορος λέει μπράβο δεν μπορώ τίποτα άλλο να πω..
πραγματικά μαγική αφήγηση..
όταν το μυαλό συμπράτει με την καρδιά το αποτέλεσμα είναι κορυφαίο..
Γιώτα μου μπαίνεις στον ορίζοντα μιας άλλης συγκίνησης!
Φιλιά!

Frezia είπε...

Γυρίζοντας από ολιγοήμερες διακοπές,και μπαίνοντας στις σελίδες σου, είδα τις τρεις τελευταίες αναρτήσεις.
Διάβασα όλα τα κείμενα της Ιστορίας σου.
Πράγματι, όπως λένε και οι άλλοι αναγνώστες σου,συγκλονιστικό αφήγημα.
Προσπάθησα μέσα από τις διηγήσεις σου,να θυμηθώ μέρη που είχα επισκεφτεί όταν είχα πάει
στην Αστόρια.
Στο πάρκο που λες δεν νομίζω να έχω πάει,αντίθετα πήγα σε ένα άλλο,κοντά στην εκκλησία του
Αγίου Δημητρίου,όπου υπήρχε ένα γλυπτό το οποίο το είχε κάνει δώρο ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης!!!
Καταλαβαίνεις πιο εννοώ?
Με τις ευχαριστίες μου καιεκτίμηση...

Κατερίνα δε 'στάπα; είπε...

Γιώτα μου, γλυκιά, μπορεί να έλλειπα, μα απόψε που διάβασα όλη μαζί την ιστορία, κατασυγκινηθήκα!
Άλλη μια τρανή απόδειξη η δυνατή γραφή σου, πέρα απ' τον ξεχωριστό χαραχτήρα σου και του Δημήτρη!
Αξιαγάπητοι και οι δυο, όσο και η Σίλια!
Θα σου πρότεινα να βγάλεις κι άλλα χαρτάκια απ' τα συρταράκια σου και να τα κάνεις κόπυ χωρίς δισταγμούς, γιατί και σ' αυτό έγινες σαίνι!
Μπράβο, Γιώτα μου, για όλα σου!
Φιλάκια πολλά σε σένα και σ' όλους!
Εύχομαι όταν ξαναγυρίσω να βρω κι άλλη δυνατή ιστορία!(Ας είναι και ψεύτικη!)
Γράφε!

Αστοριανή είπε...

...Στρατή μου,
μια η ζέστη, μια ο αδελφός μου που φεύγει για Ελλάδα κι ήρθε να μας δεί για λίγο...
μοιάζω σαν να σας έβαλα στην ...άκρη, γι' αργότερα...
Σ' ευχαρίστησα και στην προηγούμενη ανάρτηση,
σε χίλιο-ευχαριστώ και τώρα...

Με το καλό να έρθει κι ο δικός σας εγγονός, για να δείτε χαρά πρωτόγνωρη!

Περιμένω νέα, βεβαίως, το ταχύτερον...
Φιλάκια σε όλους σας,
Υιώτα
και Δημήτρης

Αστοριανή είπε...

Φρέζια μου, μοσχοβολιστή,
συγγνώμη που άργησα να σου απαντήσω!
Πέρα από τις ευχαριστίες μου,
να σου ευχηθώ να ...ξανάρθεις,
και να δεις την διαφορά του ενός Πάρκου=του Σωκράτη,

από το άλλο=Πάρκο Αθήνας (με το μπρούτζινο άγαλμα του Σωκράτη, στην 30ή Λεωφόρο... καρδιά του...ελληνικού γκέτο...)

Το σπουδαίο είναι ότι καμμία άλλη εθνικότητα δεν έχει ΔΥο μάλιστα Πάρκα με ρίζα ελληνική.........

Όσο για το διήγημα,
θέλησα να δέσω τον κόσμο... με λίγη προσωπική αφήγηση!!!!

Ελπίζω να έχω τα σχόλια σου πιο συγκεκριμμένα.

Φιλάκια, πάντα με την αγάπη μου,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Κατερίνα μου,

ΔΕΝ σε ξέχασα! Απλά, καθυστέρησα, και... νιώθω ένοχη!

Ευγενική και καλόγνωμη, τα σχόλια σου με συγκίνησαν με τον αυθορμητισμό σου!

Τώρα που...πήρα φόρα, ποιος θα με ...αντέχει!

Βέβαια, τα λέμε και από τηλεφώνου,
μα μη βιάζεσαι!

Πρωτεύει και η αγκαλιά του μπέμπη μας, που μας καλοδέχεται με ...μπουρμπουλίθρες, φωνήεντα... μερικά...σύμφωνα, πολλά χαμόγελα, και δυνατά γέλια!!!... και έμαθε τώρα να τραβάει και τα μαλλιά μας!!!
Καταλαβαίνεις ΤΙ έχουμε πάθει!!!!!!!

Φιλάκια σε όλους σας, μάτια μου,
Πάντα με την αγάπη μας,
Υιώτα
Δημήτρης, και φυσικά κι οι ...άλλοι μας
που σε συζητούμε!!!

Frezia είπε...

Θα σε ζάλισα με τις ταξιδιωτικές μου αναμνήσεις,προσπαθώ να μη ξεχάσω αυτά που είδα στην Αμερική.
Είχα μείνει δύο μήνες, και γύρισα
διάφορα μέρη.
Δύο εβδομάδες στην Αστόρια,η συγγενής που με φιλοξενούσε έμεινε εκεί.
Τα πρωινά που εργαζόταν έβγαινα μόνη,και μη γνωρίζοντας τη γλώσσα,προτιμούσα τα Ελληνικά μαγαζιά.
Μου έκαναν εντύπωση τα ονόματα τους
θαταέλεγα,παραδοσιακά,όπως...
"Λευκός Πύργος""Ωπα Ωπα" Βράκα"κ.τ.λ...
Τα χάζευα και τα φωτογράφιζα.
Η περιοχή αυτή είναι κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου,και του Ελληνικού σχολείου.
Παλιά εκεί κατοικούσαν όλο Έλληνες,σιγά σιγά όμως
οι πιο εύποροι την εγκαταλείπουν και στα σπίτια τώρα μένουν μετανάστες,από την Ανατολή.
Συγνώμη για την πολυλογία μου.
Εκτιμώ πολύ αυτά που γράφεις στις αναρτήσεις σου!
Τα διαβάζω με προσοχή, άσχετα αν δεν σχολιάζω πάντα.
Εύχομαι καλό καλοκαίρι, μαζί με την οικογένεια σου.
Με πολύ αγάπη και εκτίμηση...

Αστοριανή είπε...

...αφού "πέρασες"
από τα...μέρια μας,
Φρέζια μου,

ΚΑΤΙ μας δένει!

Εύχομαι κι εγώ να σου περιέγραψα το "Πάρκο του Σωκράτη" αρκετά, ώστε την επομένη... να το απολαύσεις!!!

Όταν μπορείς, σίγουρα επιθυμώ να μ' επισκέπτεσαι!
και...
Μπήκα στα ιστολόγια που παρακολουθείς,
έχω κι εγώ στο δικό μου...
μα το αποκλειστικά δικό σου δεν μπόρεσα να εντοπίσω!

Μήπως είσαι η ...Μάγδα με το σπάνιο χρώμα του τριαντάφυλλου;;;;;;;

αν εσύ θέλεις, γράψε μου στο "η-μέϊλ" μου...;

Με την αγάπη μου,
Υιώτα