ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ: ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ του ΘΡΥΛΟΥ
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας.)
Θεατρικό Μονόπρακτο.Υπότιτλος:“ΜΑΝΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ”
(από προηγούμενη συνεργασία μου με τον Σύλλογο Αθηναίων, Ν.Υ.- Παρουσίασαν η ηθοποιός Μαίρη Βαρβατάκου
και η Υιώτα Στρατή)
*********************************************************************************************************************************
*********************************************************************
1) Τόπος : Πρόποδες του χωριού Ζαλόγγου, στο βουνό Ζάλογγο. (Χρόνος: 13 Δεκεμβρίου 1803)
2) Πρόσωπα:
Α) Ένας Εισηγητής/ ή Εισηγήτρια
Β) Μάνα, και κόρη
3) Ενδυμασίες: Μάνας και Κόρης (κατ’ εκλογήν):
Της εποχής, ή και με σκούρα ρούχα
4) Υλικά: Ένα μπογαλάκι, ένα δεματάκι.
******************************************************
Γυναίκες του Θρύλου
Εισηγητής:
Μέσα σε εκατό χρόνια -από το 1721-, δέκα φορές είχαν επιτεθεί οι
Τουρκ-αρβανίτες στους Σουλιώτες.
Στις 12 του Δεκέμβρη, 1803, ο Αλί Πασάς εξανάγκασε τους εξαντλημένους
πλέον κατοίκους των διάφορων φυλών του Σουλίου να συνθηκολογήσουν
και να φύγουν από τον τόπο τους. Έτσι, έφυγαν όλοι, εκτός από πέντε
Σουλιώτες και τον καλόγερο Σαμουήλ, οι οποίοι παρέμειναν στο Κούγκι.
Όταν οι Τουρκ-αρβανίτες τους πλησίασαν, για να πάρουν το πολεμικό τους
υλικό, ο ηρωικός καλόγερος με τους πέντε Σουλιώτες, σε μια τραγική,
απελπισμένη διαμαρτυρία για την Ελευθερία, έβαλαν φωτιά στο μπαρούτι,
έγινε έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη, κι ανατινάχτηκαν όλοι στον αέρα.
Οι υπόλοιποι, άντρες και γυναικόπαιδα, κάτω απ’ το εξαντλητικό κυνηγητό
των εχθρών, σε τρεις περίπου μέρες, έφτασαν στο μοναστήρι του χωριού
Ζάλογγο, στο ομώνυμο βουνό Ζάλογγο. Μα κι εκεί, δεν είχαν καλύτερη τύχη…
(Η ιστορία που ακολουθεί,
εμπνευσμένη από εκείνη τη χρονική περίοδο, είναι δημιούργημα
της συγγραφέως, Υιώτας Στρατή, με τίτλο:
«Γυναίκες του Θρύλου» )
Σκηνικό: (Στην κορυφή του βουνού, σε ένα απόμερο βράχο,
η Μάνα μιλάει στοργικά στην κόρη της:)
ΜΑΝΑ
- Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’, έλα! κάτσε 'δώ, κοντά μ’.
Αϊ ! Όσο πάει κι μεγαλών’ η κοιλιά σ’. Μυτερή-μυτερή… μυτερή...
Γιόκα θα κάμεις, τσούπρα μ’. Ξέρω τί λιέω! Θα κάμεις τον άντρα σ’ περήφανο…
ΚΟΡΗ (Πλησιάζει αργά)
-Κρύα η νύχτα απόψε, μάνα, όμως πιο κρύα η καρδιά μ’…
ΜΑΝΑ
- Κάθησ’ εδώ ΄πα. Έχουμε κάμποσα να πούμ’ οι δυο μας…
ΚΟΡΗ
- … Άσε που δεν μπόρεσα να ησυχάσω και να κλείσω λίγο τα μάτια μ’ απόψε…
Μάνα, είδα κι ένα κοπάδι γύπες να τριγυρίζ’ το μοναστήρ’…
ΜΑΝΑ – ’Δω πάνου πούμαστε, τι περιμέν’ς; Χελιδόνες;
Ο αέρας, αντί νάν’ κρύος και καθαρός, βρομά μπαρούτ’, παγωμένο αίμα,
και τσουρουφλισμένες σάρκες…
(Σκύβει κοντά της)
Απόψ’ έρχετ’ ο θειός σ’… μαζί μ’ ένα Τουρκ-αρβανίτ’.
Είπαν πως φέρν’ καινούρια μαντάτα…
ΚΟΡΗ
-Τί σόϊ μαντάτα, μάνα μ’! Αφού τίποτα δεν έχουμε πια να μας πάρουν. Ούτε
μια μπουκιά ψωμί να βάλουμε στο πικρό μας στόμα… Ρίζες κι άπλυτ’ αγριόχορτα τρώμ’…
Αν τα βρούμ’ κι εκείνα…
ΜΑΝΑ (εμπιστευτικά)
-Σσσσουτ! Ο θείος σ’ είναι στο κόλπο ότι είναι τάχα με το μέρος του Αγά…
ΚΟΡΗ (διστακτικά)
- Ξέρου… ξέρου… Μα, Δεν τον ’μπιστεύομαι, μάνα μ’ … Οι γ’ναίκες κρυφομιλάν’
και λλιέν’ ότι είναι … προδότης ο αδερφό σ’, μάνα μ’ … κι ιγώ δεν μ’λάω… ντρέπουμαι..
ΜΑΝΑ (μ’ επίπληξη)
- Ποτέ μη ξαναπείς τέτοια λλόγια για τον θειό σ’ . Ο Αλί τον διάλεξε επειδή ξέρ’
καλά τα μονοπάτια… κι ακόμ’ μη ξεχνάς, μιλάει και τα αρβανίτικα…
ΚΟΡΗ
- Όχι, Μάνα μ’ , δεν είν’ έτσι! θα μπορούσε να του πει «Όχι»! Έτσι θάκανα ιγώ…ΜΑΝΑ: (Χαμηλώνει τη φωνή, και λίγο αυστηρότερα:)
- Μωρ-τσούπρα μ’ , μην ανακατεύ’σαι με τσ’ αποφάσεις των Καπεταναίων.
Αυτοί, ξέρουν πολύ καλά ποιος ήταν ο προδότης, αιτία π’ έπεσε το Κούγκι…
ΚΟΡΗ - …κι ιγώ τον ξέρω! (σκύβει προς τη μάνα της) …ο Πήλιος ο Γιούσης, ΄λλιέν’,
μα ποιος ξέρ’ την αλήθεια…
ΜΑΝΑ (με επίπληξη)
- Τσούπρα! Μην ανακατεύ’σαι σου είπα!!! Ξέρει ο θειός σ’ τί κάνει! Τάχα πηγαινόρχεται
και μας φέρν’ τρόφιμα απ’ την Πάργα, για να ξεγελάσει τον Καπ’τάν Τζαβέλα και τ΄ς άλλους,
και να τους πάρει λλόγια,
…όμως, στην πραγματικότητα,
σε ’μάς, θα μας μαρτυρήσ’ τα σχέδια του Αγά! Άκου, όμως. Τώρα δεν είναι
ώρα γι’ αυτά. Εδώ ξεμοναχιαστήκαμ’ για ν’ ακούσεις με προσοχή ό,τι σ’ λλέω,κόρη.
Μίλησα και με την Μόσχω, την Τζαβέλαινα… κι αυτή συμφώνησε μαζί μ’.
Γιατί απόψε έχουμ’ να τα πούμ΄ κατά τα ξημερώματα, πριχού φέξ’ ο ήλιος…
ΚΟΡΗ (ταραγμένη, προστατεύοντας την κοιλιά της)
- κι εγώ;… Εμείς; Τι θα κάνουμ’; Ωχ! Μάνα μ’
ΜΑΝΑ (σιγανά, μα με σταθερή φωνή)
- Ισύ, θα πας μαζί με το θειο σ’…
ΚΟΡΗ (ανασηκώθηκε)
- Τί είπες, μάνα μ’! Ιγώ, δεν πάω πουθ’νά! Ιδώ θα μείν’, μαζί σας. Μαζί με όλους…
ΜΑΝΑ - Ότι και να ΄λλιές, ισύ, ΕΓΩ μ’λάω! Αυτό το σχεδίασμα…, έχει
κανονιστεί από μέρες.
ΚΟΡΗ - Μη με τρελιέν’ς, μάνα μ’. (Βάζει το χέρι στην κοιλιά ) Να! Βάλ’ το χέρ’ σ’ μαλακά, ιδώ, Χοροπ΄δάει το σπλάχνο μέσα μου! Βάλ’ ιδώ το χέρι σ’,
να δεις! (πιάνει το χέρι της μάνας της και το βάζει πάνω στην κοιλιά της)
ΜΑΝΑ (με το χέρι στην κοιλιά τής κόρης της)
-Μπα! …Πεινασμένος είν’ ο γιόκας σ’, φαγάκι θέλει…
Κοίτα. Ιδώ σούχω αυτό το μπογαλάκ’ .Κρύφτο μέσ’ στον κόρφο σ’, να μη το δει κανείς…
ΚΟΡΗ (υπάκουη μα φοβισμένη)
- …Τί έχ’ς εκεί μέσα, μάνα μ’ ;
ΜΑΝΑ
- …τρεις ρουφ’ξιές νιρό, μια πατάτα βρασμέν’ για να σου δώσει λίγη δύναμη ως που
να φτάσετε πίσω στην Πάργα,
…α, κι ένα πανί μουσκεμένο με λίγο λάδ’ τσι εκκλησιάς, για
να …μυρώσεις το μωρό σ’, όταν σ’ βγει…
ΚΟΡΗ
-Σώπα Μάνα! Έχω δυο μήνες ακόμ’! Σε θέλω κοντά μ΄ !
ΜΑΝΑ - Δυο μήνες! ιδώ, εμείς, μετράμ’ τις ώρες και τα
δεφτερόλεφτα, μωρ’ τσούπρα-μ’!
ΕΣΥ να μετράς τις μέρες (την αγκαλιάζει)… Αυτός, και ’φταμηνίτικος να βγει, γερός
θα είναι…
Ιγώ να ’ιδιώ πώς θα φιλέψω, τάχατις, τον αδερφό μ’, για να του δώσω κρυφά
το φαρμάκι που θα το πιεί ο Τουρκαρβανίτης…Έλα, γιατ’ όπου νάν’, έρχονται.
Τους κρυφο-παρακολουθούν πίσ’ απ’ τα βράχια, καθώς ανεβαίνουν τις
στροφές στο μονοπάτι…
ΚΟΡΗ (τρέμει) - Πέσμου, μάνα, μετά, τι θα τον κάνετ’; Τον φαρμακωμένο; λλέω ...
Κι εσύ, μάνα μ’, εσύ, μετά, πού θα πας, τι θα κάν’ς;
Τρέμω για σένα, μάνα μ’ !
ΜΑΝΑ -Τί τα ρωτάς αυτά, μωρ τσούπρα-μ…
Όταν ζαλιστεί ο άθεος και το ρίξει στον ύπνο, θα του βουλώσουμ’ του στόμα
τ’, θα τον δέσουμ’ χεροπόδαρα, και θα του πάρουμ’ την κάπα και το σκουφί τ' .
Τη κάπα θα τη ρίξουμ’ αποπάνου σου, ισύ, θα μαζέψεις τις πλεξούδες
σου σα κουβάρι, θα φορέσεις τον σκούφ’ τ’, και θ’ ανέβεις προσεχτικά στο
μουλάρ’. Μετά, ισύ κι ο θειός σ’, θα γυρίστε πίσ’ απ’ το κρυφό μονοπάτ’ ,
για να πάτε στην Πάργα. …Ο αδερφός μ’, ξέρει σε ποιον θα πάτε για να κρυφτείτε…
μπορεί Γουμενίτσα, μπορεί στη Κέρκυρα… ώσπου να ειδοποιηθεί ο άντρα σ’ ,
… ισύ, από το φόβο σου, θάχ’ς κάνει και τον γιόκα τ’…
ΚΟΡΗ
- Τι λλιες, βρε μάνα μ’ ! Έχασες τα λογικά σ΄; … Θέλεις να χάσω το π’ δί;
Ιγώ, ιγώ θα το γεννήσω πριν την ώρα μ’!
(Τρίβει προστατευτικά την κοιλιά της)
ΜΑΝΑ (σοβαρή-σοβαρή)- Άκου, κόρη μ’! Εμείς, ’δω ’πάν’,
κοιτάμ’ πώς να ξεκάνουμ’ τσι εχθρούς. Εσύ, θες να μου πεις πως δεν μπορείς
να κουμαντάρ’ς ένα χαϊβάν’;
Μπα! Ας γενν’θεί εφταμηνίτκο! Τυλίξτε το στη κάπα σ’… Στύψ’ το στήθος σ’ καλά
στο στόμα τ’ , να γλυκαθεί και βύζαξέ το να φάει… ούτε μιλιά, ούτε λαλιά!
κι αυτός, θα δεις, θα γίνει μεγάλος καπ’τάνιος…
ΚΟΡΗ (Κλαίγοντας)
- Μάνα μ΄, μή με διώχνεις! Θέλω να είμαι μαζί σας, Μάνα.!!! Εδώ είν΄ Τόσοι νοματαίοι,
τόσες γυναίκες και παιδιά… μερικά απ’ αυτά, είναι μόλις χρονιάρ’κα…
Γιατί να εξαιρείτε το δικό μου…
ΜΑΝΑ (με το χέρι στους ώμους της κόρης της) -Το δ’κό σ’, είναι αίμα της Τσαβαίλενας.
Ποτέ μη το ξεχνάς αυτό!!!
Όσο για ’μάς, άσε μας. Ιμείς, έχουμ’ άλλη μοίρα. ...
Οι άντρες μας, ’δω πάνου, πολεμάν’ σαν τα λιοντάρια.
Δεν μπορούν να μας έχουν έγνοια. Οι άλλοι, σαν και τον δ’κό σου,
που λείπουν,
το ξέρεις, είναι οι μορφωμένοι! έχουν πάει μακριά, και
ξέρουν πώς να ζητήσουν βοήθεια απ’ τους δυνατούς. Πριχού από μας,
έχουν γίνει τόσες επιθέσεις, τσούπρα μ’…
Ξεχνάς;Δεν στο ’χω πει;
Πάνω από εκατό χρόνια μας πολεμούν…
Αμ, γιατί νομίζεις σκαρφαλώνουμ’ από κορφή σε κορφή, σαν τα αγριο-κάτσικα…
για να ΜΗ μας φτάνουν οι Τουρκ-αρβανίτες και μας μαγαρίσουν. …
Μ’ αυτοί, εκεί, από κοντά… Θέλ’ν να μας ξεκάνουν... κι άκου…
μη κλαίς!
Εμείς, όλοι εμείς, δεν μας πρέπει να κλιαίμε.
ΚΟΡΗ (σκουπίζει τα μάτια της)
- Δεν μπορώ, μάνα μ’ , δεν γίνεται… Εσείς τι θα γίνετε;
ΜΑΝΑ - Μη κλιαις, κόρη μ’! Δεν καταλαβαίν’ς; Εμείς, Δεν θ’ αφήσουμ’
τσι άντρες που πολεμάν’ να μας έχουν έγνοια!
…Δεν μπορεί να παρατάν’ τον πόλεμο για να μας υπερασπιστούν. ……
…..Έτσι ή αλλιώς, οι ίδιοι οι άντρες μας θα μας σκοτώσουν,
να μη πέσουμε ζωντανές στα χέρια των εχθρών…
ΚΟΡΗ - Μα, δεν τους φταίξαμ’ τίποτα! Μάνα μ’! Γιατί;
ΜΑΝΑ (με τραγική σταθερότητα)
-Γιατ’ αν μας πιάσουν, θα βγάλουν τη λύσσα τους πάνω μας…
θα μας μπήξουν τις μαχαίρες στην κοιλιά, στο στήθος, θα μας κόψουν
τα στήθια, θα μας ξεριζώσουν τη καρδιά να την πετάξουν στα κάρβουνα …
ή στα όρνια, …θα μας βιάζουν σαν τα ζώα, θα μας ξεσχίσουν,
… θα μας βγάλουν τ’ άντερα, κόρηηηη!
ΚΟΡΗ
-Σώπα, μάνα. Σώπα! Ζαλίζουμ’, θα λιποθυμήσω!
Ιδώ ’πάνου είστε ’πάνου από πενήντα γυναίκες!!!
Άσε τα παιδιά …τα μωρά, τα χρονιάρικα! …
ΜΑΝΑ
- Γι’ αυτό, ισύ, ΠΡΕΠΕΙ να γυρίσεις πίσω!... Διότι έχεις μέσα σ’ σπόρο καπεταναίϊκο,
να τον κάνεις γίνει λιοντάρι και να ξεπαστρέψουν τους άθεους.
ΚΟΡΗ (απελπισμένη) - Μα, ισείς; Εσείς;
ΜΑΝΑ - Εμείς, θα ξεκολλήσουμ’ με τα χέρια μας τα βράχια και θα τα
πετάμε στους εχθρούς… πέτρες, ξύλα, ότι βρούμ’, κόρη μ’, κι όσο πάει…
Είμαστε αποφασισμένες,ορκισμένες να βοηθήσουμε τους άντρες…
να σώσουμε την τιμή μας…
ΚΟΡΗ - και… τον Τουρκ-αρβανίτ’; Τι θα τον κάνετε τούτο;
ΜΑΝΑ (γελάει με ειρωνεία) - Αυτός; Αυτός, θα πάει πρώτος!
Θα τον κυλήσουμι στο γκρεμό σαν άδειο βαρέλι.
Αυτοί, χρόνια πίνουν το αίμα μας. Έτσι καλο-ταϊσμένοι που είναι…
Όσο γι’ αυτόν, θα γίνει στρωματσίδ’ στα μυτερά βράχια…
ΚΟΡΗ -…κι ιγώ μαζί σας, μάνα μ’, κι ιγώ! (της κρατάει το χέρι)
ΜΑΝΑ
- Εσύ, κόρη, δεν έχεις μερδικό σ’ αυτά. Εσύ είσαι ταγμένη
για άλλα. Εσύ μεταφέρεις τη ΖΩΗ του Αρχηγού! Την συνέχεια του Αγώνα.
Εσύ θα γεννήσεις την αυριανή Λευτεριά. Την αυριανή Ανάσταση!
Έλα, μωρ-τσούπρα-μ’ να σ’ αγκαλιάσω.
(Αγκαλιάζονται σφιχτά)…
ΚΙ Άκου… Κόρη μου! αφουγκράσου…
Κάπου, ποιο κάτου… στη ρίζα του β’νού, κυλάν’ τα νερά
του ποταμού Αχέροντα, ικεί που πήγαιναν παλιά, τους αποθαμένους….
Έτσι λλιέγανε οι παλαιοί! Ιγώ, σ’ λλέω, ότι δεν τα πιστεύω αυτά.
Εμείς, θα συναντηθούμ’ απάνου απ’ τα σύννεφα. Εκεί,
πιο πάρα-πάνου,
είναι η χώρα της Λεφτεριάς…
Κάποια μέρα, θα ιδωθούμ’ μαζί, και τότε όλοι μας θα ιδουμ’ όλες τις χαρές
που μας στέρησαν…
κι άκου!
Στο δρόμο σ’, στο κατήφορο, να μην ακούς τον γδούπο απ’ τα κορμιά μας
σαν θα πέφτουμ’ από τους Βράχους,
ούτε τις κραυγές, ούτε τους πόνους μας…
Ισύ,
Ν’ ακούς μόνο το τραγούδι μας, σαν θα γίνουμ’ αετοί, αετο-μάνες,
με τα αετόπουλα αγκαλιά… και θα πετάμε για την ποθητή Λεφτεριά…
ΚΟΡΗ (σκουπίζει το πρόσωπο, βγάζει δειλά, από τον κόρφο της ένα χαρτί)
- Έχω κι εγώ γράψει, Μάνα μ’, κάτι για σένα. Π' εσύ μέστελνες να μορφωθώ ...
Τις νύχτες
που δεν με ζύγωνε ο ύπνος, τότε που κλώτσαγε το παιδί μου, 'λλιες και θα ’βγαινε ολόρθο.
από μέσα μου… έβγαζα
κρυφά-κρυφά το τεφτέρι μ’, το ακουμπούσ΄ απάνω του
και με την μύτη του μολυβιού άφηνα να μείνουν στο τεφτέρι μ’
όσα δεν μπορούσα να πω… όσα για όλους σας, όσα δεν μπορούσα
να ψιθυρίσω… (διαβάζει:)
Γερές, βαθιές, οι ρίζες σου στα βάθη των αιώνων,
Πανελληνίδα Μάνα Εσύ, ελπιδοφόρων χρόνων.
Μπορεί να’ χες το άκουσμα: Γαία, ΄Ηρα, Εστία,
Λητώ, Εκάβη, Άρτεμις, Μαρία, Αθηνά, Σοφία.
Συμβολικά ονόματα, βαθύπνοα νοήματα,
θρύλοι αλλοτινής ζωής, σημερινά μηνύματα.
Μητέρα, κόρη, αδελφή, σεμνή, ωραία γυναίκα,
της αριστείας βαθμός υπέρτατο το Δέκα.
Τύχης ενάρετης ευχή, καλοσυνάτο νεύμα,
Εύθραυστοι οι ώμοι που κρατάς
Δόξα, Τιμή και Πνεύμα.
Με σύνεση, Γυναίκα εσύ, Ιέρεια διαλεγμένη,
στο Πάνθεο των Γυναικών, επάξια τιμημένη.
Για υψηλά οράματα, για λαξευμένους στόχους,
ρίξε τους σπόρους του σταχιού,
πρασίνισε τους λόφους,
τους ώμους σκέπασε της γης απ’ το σκληρό χαλάζι,
δέσε στο Τόξο τ’ ουρανού της θάλασσας τ’ ατλάζι.
Ύφανε την Παγκόσμια πολύχρωμη χλαμύδα
μ’ Ελευθερία ποθητή κι αστείρευτη Ελπίδα.
Είθ’, απ΄ τα τρίσβαθα του νου, Άξια η σπορά να γίνει,
να βρει το δρόμο η καρδιά για Λεφτεριά κι Ειρήνη!...
ΜΑΝΑ: -ΜΗ κλαις, Κόρη μου! Δεν τα νογάω ούλα τούτα ...(την φιλάει στα γρήγορα)
-Είδες, που στο είπα;
Εσύ, ο γιος σ’, κι άλλοι σαν ισάς, θα φέρουν τη Λεφτεριά.
Έλα, παιδί μου, αγκαλιασμένες κι οι δυο μας,
να σιγο-τραγουδήσουμε μαζί:
«…΄Εχε γεια καημένε κόσμε / έχε γεια γλυκιά ζωή (2χ)
και συ, δύστυχη πατρίδα / έχε γεια παντοτινή (2χ)
Ρεφραιν:Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες, κι εσείς Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι / ούτ’ ανθός στην αμμουδιά (2χ)
κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε / δίχως την Ελευθεριά… (2χ)
ΤΕΛΟΣ
=====================================
Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ!
Φίλες και Φίλοι μου. Η Λευτεριά του Νου.
Η Λευτεριά της Ψυχής.
Η Λευτεριά της ζήσης μας. ΖΗΤΩ το .21 !
Σας Ευχαριστώ.
Υιώτα
2 σχόλια:
Κι εσύ μέσα σ’έναν θρύλο κινείσαι. Και μας βοηθάς να κρατήσουμε ζωντανή την Ιερή Μνήμη! Σε ευχαριστούμε!
...Σάββατο, 8.00 μ.Μ., σχεδόν τελειωμένο... Ώρες κι αποστάσεις αγωνίζονται να ηρεμήσουν τον Νου!
Ότι και να λέμε... καταλήγουν σαν παραμύθια για μωρά παιδιά. Λιγοστό πηγής νερό να ποτιστούν
ρίζες ασθμαίνουσες, πόνος διακαής,
να ριζώσουν...
Γίνεται ντόρος σε ώτα ημιθανή ...
Μια γενική ξηρασία όπου δεν μοιάζει παραδεχτή... κι όμως υποβόσκει.
Ευεργετικά τα λόγια σου,
ευγνωμονώ την αλήθεια σου,
κι
αγωνίζομαι
να καταλαγιάσω εκείνα που δεν θέλω να αναγνωρίζω.
Ας είσαι καλά, Αδελφέ μου.
Κάποτε κι αστραπές τσουρουφλίζουν, έστω αθέλητα.
Απλώς, μη σταματάς να εκφράζεσαι. Εσύ, για Σένα.
Μια σπίθα μπορεί να δημιουργήσει
μια ανεξέλεγτη έκρηξη.
Κι ο νους, είναι υφαίστειο.
Κι εγώ, σε ευχαριστώ!
Δημοσίευση σχολίου