Σχεδόν αμίλητοι, παρακολουθούσαν τις πρασινο-καφετιές αγριόπαπιες και τ’ ανήσυχα γκρίζα γλαροπούλια να σκαλίζουν τις βρόμικες λάσπες του ποταμού… άλλες φορές, χάζευαν το παιγνίδι των σκιών στο σκελετό της γέφυρας, άλλες τ’ αλάφιασμα των πουλιών σαν άρχιζε να τα στριφογυρίζει ο τρελός βοριάς…
Πράγματι, γι' αυτούς, ήταν γέφυρα υπαρκτή και ταυτόχρονα ανύπαρκτη, χρήσιμη μα ενοχλητικά βουερή, δίχως κάτι το σημαντικό να τους λέει…
Ο κυρ-Ανδρέας, καθάρισε κυκλικά το μήλο, ακριβώς όπως το συνήθιζε η γυναίκα του. Έβαλε τη φλούδα στο τραπέζι, να χρησιμοποιήσει τις βιταμίνες και το άρωμά της όταν την επομένη θα έβραζε το χαμομήλι του.
-...Αχ! Μπέση μου, πάνε τα όνειρα και οι ονειροπολήσεις κάτω από τη γέφυρα। Άκου την, με τον άγριο άνεμο, αγκομαχεί και τρίζει, σαν το φραγμένο στέρνο μου। Κάπως έτσι τρίζουν και τα κοκαλάκια μου, που έγιναν σαρακοφαγωμένο ξύλο, ίδια, σαν τις γέρικες πόρτες και τ’ αφρόντιστα παράθυρα του σπιτιού μας...
Με το μαχαίρι πάντα στο δεξί χέρι, έβαλε στο στόμα ένα κομμάτι σφαγμένο μήλο, έγλυψε τη λεπίδα, και μασώντας αργά, συνέχιζε να κοιτάζει τα ερευνητικά μάτια της γυναίκας του.
-… το ξέρω, θα πεις πως συνεχίζω να είμαι ένας γκρινιάρης εβδομηντάρης! Έλα! Καλά, μη στραβομουτσουνιάζεις...το διορθώνω, ένας εβδομηνταπεντάρης! Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν βάφω τα μαλλιά μου, όπως δεν τάβαφε κι ο κύρης μου ως τα ογδόντα του, με κείνο το καρυδόζουμο της μάνας του… και μη με κοιτάς εμένα ειρωνικά! Καμία δεν έρχεται εδώ μέσα να με δει, ούτε μέρα… ούτε νύχτα… -ανασηκώθηκε να γυρίσει λίγο το κορμί του- ...άλλωστε, τι να δει; την λεβεντιά μου; Την γκρίνια μου; Ή… την κακομοιριά μου…
Έκοψε ένα μεγαλύτερο κομμάτι μήλο. Το μαχαίρι χτύπησε στα δόντια του… Κάνοντας ένα ελαφρύ μορφασμό συνέχισε:
-Έχω αλλάξει από τότε, κυρά μου। Εσύ μένεις η ίδια! Σιωπηλή, κι αμετακίνητη। Νέα κι όμορφη। Αρχοντική… Θυμάσαι, Μπέση μου, τότε, στην αρχή… όταν ξυπνούσες με το σκάσιμο της μέρας, κανένας δεν σου έπαιρνε κουβέντα… Ενώ εγώ, κάθε μέρα ξυπνούσα μ’ ένα ανεξάντλητο κέφι, ιδίως όταν ξυριζόμουν, τραγουδούσα -το μονότονο για σένα τραγούδι:
Πράγματι, γι' αυτούς, ήταν γέφυρα υπαρκτή και ταυτόχρονα ανύπαρκτη, χρήσιμη μα ενοχλητικά βουερή, δίχως κάτι το σημαντικό να τους λέει…
Ο κυρ-Ανδρέας, καθάρισε κυκλικά το μήλο, ακριβώς όπως το συνήθιζε η γυναίκα του. Έβαλε τη φλούδα στο τραπέζι, να χρησιμοποιήσει τις βιταμίνες και το άρωμά της όταν την επομένη θα έβραζε το χαμομήλι του.
-...Αχ! Μπέση μου, πάνε τα όνειρα και οι ονειροπολήσεις κάτω από τη γέφυρα। Άκου την, με τον άγριο άνεμο, αγκομαχεί και τρίζει, σαν το φραγμένο στέρνο μου। Κάπως έτσι τρίζουν και τα κοκαλάκια μου, που έγιναν σαρακοφαγωμένο ξύλο, ίδια, σαν τις γέρικες πόρτες και τ’ αφρόντιστα παράθυρα του σπιτιού μας...
Με το μαχαίρι πάντα στο δεξί χέρι, έβαλε στο στόμα ένα κομμάτι σφαγμένο μήλο, έγλυψε τη λεπίδα, και μασώντας αργά, συνέχιζε να κοιτάζει τα ερευνητικά μάτια της γυναίκας του.
-… το ξέρω, θα πεις πως συνεχίζω να είμαι ένας γκρινιάρης εβδομηντάρης! Έλα! Καλά, μη στραβομουτσουνιάζεις...το διορθώνω, ένας εβδομηνταπεντάρης! Εσύ, όμως, ξέρεις πως δεν βάφω τα μαλλιά μου, όπως δεν τάβαφε κι ο κύρης μου ως τα ογδόντα του, με κείνο το καρυδόζουμο της μάνας του… και μη με κοιτάς εμένα ειρωνικά! Καμία δεν έρχεται εδώ μέσα να με δει, ούτε μέρα… ούτε νύχτα… -ανασηκώθηκε να γυρίσει λίγο το κορμί του- ...άλλωστε, τι να δει; την λεβεντιά μου; Την γκρίνια μου; Ή… την κακομοιριά μου…
Έκοψε ένα μεγαλύτερο κομμάτι μήλο. Το μαχαίρι χτύπησε στα δόντια του… Κάνοντας ένα ελαφρύ μορφασμό συνέχισε:
-Έχω αλλάξει από τότε, κυρά μου। Εσύ μένεις η ίδια! Σιωπηλή, κι αμετακίνητη। Νέα κι όμορφη। Αρχοντική… Θυμάσαι, Μπέση μου, τότε, στην αρχή… όταν ξυπνούσες με το σκάσιμο της μέρας, κανένας δεν σου έπαιρνε κουβέντα… Ενώ εγώ, κάθε μέρα ξυπνούσα μ’ ένα ανεξάντλητο κέφι, ιδίως όταν ξυριζόμουν, τραγουδούσα -το μονότονο για σένα τραγούδι:
«- μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική… εγώ θα μαραζώσω και θα πεθάνω εκεί…» Θυμάμαι πόσο θύμωνες και με κυνηγούσες με τις γαλάζιες σου παντόφλες πότε γύρω στο υπνοδωμάτιο, πότε μέχρι το σαλόνι. Αργότερα, όταν καταλαγιάσαμε και κάπως ψευτο-σοβαρέψαμε… μου τις πέταγες, κι όπου χτυπήσουν… πλάτη, ώμο, κεφάλι…
Το πρόσωπο του κυρ-Ανδρέα γέμισε φως. Απ’ το στήθος του, το γέλιο του απανωτά ακούστηκε δυνατό. Οι τοίχοι τα έχασαν στον ξεχασμένο ήχο. Ανακάθισε στη ρηχή πολυθρόνα. Ξαναπήρε βαθειά ανάσα. Άγγιξε με τα μάτια κάθε γωνιά από το αγαπημένο της πρόσωπο...
…-θυμάμαι που βαρέθηκα τα λόγια του τραγουδιού, και μετά άρχιζα να σου το σφυρίζω… όμως, εσύ, αινιγματική, γλώσσα άλυτη! Φωνή σαν το μέλι μόνο για του πρωτο-γιού σου το νανούρισμα… κι εγώ, με μια κρυφή ζήλεια, ανείπωτη, όσο με αγνοούσες, τόσο δυνατότερα σου σφύριζα: "-μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική…"
Τώρα, εδώ που τα λέμε, ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς αυτό το τραγούδι που ποτέ σου δεν τραγούδησες, πώς είχε ριζώσει έτσι μέσα μου! Ενώ το ήξερα πως μ’ αγαπούσες, ακόμη και τώρα, δεν μπορώ να εξηγήσω το ρόλο που έπαιζε στη ζωή μου. Πώς, ένα μοιρολόι θα το έλεγα, πώς κατάφερε να γίνει το εμβατήριό μου, το εγερτήριο μου, ο βαρύς-γλυκός καφές που δεν έμαθες να μου φτιάχνεις! Πώς έγινε η βενζίνη ν’ ανηφορίζω ως το σταθμό μέχρι το εστιατόριο, το οποίο άλλωστε κοντεύαμε να ξεχρεώσουμε! Αυτή σου η αμφιβολία, αυτή η ύπουλη φοβία να μη σου λείψει τίποτα -όπως και στο παιδί μας- αυτή πιστεύω θα ήταν η αιτία…
…-θυμάμαι που βαρέθηκα τα λόγια του τραγουδιού, και μετά άρχιζα να σου το σφυρίζω… όμως, εσύ, αινιγματική, γλώσσα άλυτη! Φωνή σαν το μέλι μόνο για του πρωτο-γιού σου το νανούρισμα… κι εγώ, με μια κρυφή ζήλεια, ανείπωτη, όσο με αγνοούσες, τόσο δυνατότερα σου σφύριζα: "-μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική…"
Τώρα, εδώ που τα λέμε, ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς αυτό το τραγούδι που ποτέ σου δεν τραγούδησες, πώς είχε ριζώσει έτσι μέσα μου! Ενώ το ήξερα πως μ’ αγαπούσες, ακόμη και τώρα, δεν μπορώ να εξηγήσω το ρόλο που έπαιζε στη ζωή μου. Πώς, ένα μοιρολόι θα το έλεγα, πώς κατάφερε να γίνει το εμβατήριό μου, το εγερτήριο μου, ο βαρύς-γλυκός καφές που δεν έμαθες να μου φτιάχνεις! Πώς έγινε η βενζίνη ν’ ανηφορίζω ως το σταθμό μέχρι το εστιατόριο, το οποίο άλλωστε κοντεύαμε να ξεχρεώσουμε! Αυτή σου η αμφιβολία, αυτή η ύπουλη φοβία να μη σου λείψει τίποτα -όπως και στο παιδί μας- αυτή πιστεύω θα ήταν η αιτία…
Ο κυρ-Ανδρέας έγειρε μπροστά για να πάρει μια μικρή φωτογραφία από το τραπέζ. Την κοίταξε, κι αποφεύγοντας να κοιτάξει στα μάτια την Μπέση, την ακούμπησε στη καρδιά.
« …ο Πέτρος μου, …ο Πέτρος μας, δεν έπρεπε να πάει στο Βιετ-Νάμ, Μπέση! Δεν ήταν ο καιρός του!
Όχι τίποτε άλλο, του άρεσε να δουλεύει στο εστιατόρι! Είχε μέσα στα σχέδιά του ν’ ανοίξει κι άλλο, μεγαλύτερο, να το διαχειρίζεται ο ίδιος… Τόβλεπες το παιδί! Μας αγαπούσε, μας ήθελε, μας χρειαζόταν, όπως το χρειαζόμαστε κι εμείς στη ζωή μας. Ακόμη κι αν δεν τα κατάφερνε, Μπέση, θα τέλειωνε τις σπουδές του και θάκανε κάτι άλλο, κάτι που να σ’ ευχαριστήσει… αρκεί να συμφωνούσες με ότι ήθελε η καρδιά του… δεν ήθελες να μ’ ακούσεις, Μπέση, δεν ήθελες να υποχωρήσεις… ξέχασες τα δικά μας, τα διέγραψες… Τι θα πάθαινες να κάνεις λίγο πίσω; Να δώσεις λίγο τράτα; Το σπουδαιότερο, δεν θα σε φαρμάκωνε ο χαμός του… Έσφιξε τη φωτογραφία μέχρι να σπάσει η καρδιά του. …-εσύ, κυρά μου, έχασες μόνο το γιο σου! Εγώ, έχασα τρεις: το γιο μας, εσένα, και τον εαυτό μου! Τα πάντα… Η φωνή του τρεμούλιαζε.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Έγειρε αριστερά κι άναψε τη λάμπα στο τραπεζάκι. Ανακάθισε κι ακούμπησε ίσια τη πλάτη του στην πολυθρόνα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν τεντωθεί. Δεν ήθελε να τη στενοχωρεί... Απρόσμενα η φωνή του ακούστηκε όπως μακρινό μπουμπουνητό. Δίστασε προς στιγμή. Πήρε βαθιά ανάσα, και …
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Έγειρε αριστερά κι άναψε τη λάμπα στο τραπεζάκι. Ανακάθισε κι ακούμπησε ίσια τη πλάτη του στην πολυθρόνα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν τεντωθεί. Δεν ήθελε να τη στενοχωρεί... Απρόσμενα η φωνή του ακούστηκε όπως μακρινό μπουμπουνητό. Δίστασε προς στιγμή. Πήρε βαθιά ανάσα, και …
"-Θα σου τα πω με όση ειλικρίνεια μου έχει απομείνει, Μπέση! Ήταν πολύ αδικαιολόγητη τόσο η επιμονή σου όσο και η ξεροκεφαλιά σου! -άρπαξε το μπαστούνι κι έδωσε μια στο τραπέζι! η γυάλινη πιατέλα ταρακουνήθηκε, τα μήλα χοροπήδησαν, ένα κύλησε στο ταλαιπωρημένο πάτωμα... Τα δάκρυα που λίμναζαν μέσα του έγιναν βροχή ασταμάτητη.
(συνέχεια το επόμενο)
Φίλες και Φίλοι μου,
χρόνια πολλά σ΄όσους εορτάζουν, να είστε καλά!
Πάντα με αγάπη,
Υιώτα
14 σχόλια:
Γεια σου Γιώτα μου γεια σου!!!
Σε διαβάζω και το ευχαριστιέμαι.
Χαιρετισμούς σε όλους σας.
Γιώτα μου... εννοείται πως διάβασα και το πρώτο και το δεύτερο μέρος!
Εννοείται πως πολύ με συγκινεί ο Άη Βασίλης σου, όπως εννοείται πως θα μου βγάλεις και την ψυχή μέχρι να μας το "δώσεις" όλο!
Αχ! Ρε, Γιώτα, αυτή η Αμερική!...
Καμιά μάνα δεν θα έστελνε εκεί τα παιδιά της, εκτός από διακοπές, αλλά...
Φιλάκια, έφυγα!ΤΖΙΖ!
Γεια σου κι εσένα,
Μαριάνθη μου!
Είπα ν' αλλάξω λίγο ... θέμα, με το Νέο Χρόνο,
μόνο που είναι από μια
" μεγάλη ...μικρή ιστορία"!
Ευελπιστώ στην υπομονή σας μαζί και την συνέχεια της αγάπης σας,
Φιλάκια από την δευτεροχιονισμένη Νέα Υόρκη...
Υιώτα
"Καρδερίνα" μου!
Καίει ο χρόνος που μας διαθέτεις, το εκτιμώ όμως και το καταλαβαίνεις!
Αν το έγραφα μονορούφι... δεν θα το... διαβάζατε (εδώ είναι για τα... βιαστικά μας "περα-δώθε" κι όχι τόσο για...λογοτεχνία...
απλά, τόλμησα, με το Νέο Χρόνο...
(με την ευκαιρία αυτή, ομολογώ ότι καθαρογράφω παλιές εργασίες για να τις έχω στο "Βίστα" μόνο που δεν έχω τόσο χρόνο ελεύθερο...)
Σε ευχαριστώ από καρδιάς,
Κατερίνα μας,
Υιώτα
αστοριανή (προς το παρόν ...χιονόπληκτη!)
ΝΥ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Ωραίο, η συνέχειση αλλά όπως γράφεις (το ξέρω, θα πεις πως συνεχίζω να είμαι ένας γκρινιάρης εβδομηντάρης!)
θα έλεγα μετά από τα 65 ή εβδομήντα ή και πέντε ή και παραπάνω την ίδια τύχη, την ίδια γκρίνα έχουμε όλοι μας.
χαιρετώ
Γαβριήλ
Kαλοτάξιδος ο νέος χρόνος , φορτωμένος υγεία, αγάπη, ευτυχία για όλους !! περιμένω την συνέχεια
Γιώτα μου αστήρευτη,
Ομορφο αφήγημα , μελαγχολικό, παραπέμπει στους μεγάλους απολογισμούς της ζωής.
Ομως η γλώσσα σου ζωντανή, οι περιγραφές σου απίθανες, είσαι ένα ταλέντο της γραφής.
Σύντομα θα γράψω και γιά την όμορφη ποιητική σου συλλογή.
Φιλί αγάπης με ευχές γιά Καλή Χρονιά
Αγαπητή μου Γιώτα,μελαγχολική η τροπή του αφηγήματος.Ιδιαίτερα πικρός ο χαμός δικού σου ανθρώπου και αξεπέραστος όταν πρόκειται για το παιδί σου.Συγκλονιστικός ο τρόπος γραφής σου.Περιμένω την συνέχεια ,ή μάλλον την φαντάζομαι........
Σε φιλώ
Αγαπητή μου Υιώτα.
Συναρπαστική και η δεύτερη ανάρτηση του Άη-Βασίλη
Με συγκίνησες για μια ακόμη φορά
Εις αναμονή της συνέχειας.
Νάσαι καλά
Ντένης
Γαβρίλη μου,
ΤΙ είναι αυτή η... γκρίνια!!!
Ανασφάλεια; φόβος, διοτι οι φίλοι γύρω-γύρω φεύγουν; διότι τα χιόνια σου πλακώνουν την καρδιά;
Είναι τα "Χόλιντέι'ς μπλουζ..." ........
Θέμα που μπορούμε κάποια ώρα να το συζητήσουμε εκτενέστερα, από δω...
Προσωπικά,
προτιμώ ν'ακούω το Δημήτρη να τραγουδάει παλιά νοσταλγικά τραγούδια της εποχής του, ακόμη και να με πειράζει για τις "χαζομάρες" που... ασχολούμεθα -όπως μου λέει!-,
παρά να γκρινιάζει!!!!
Βέβαια, αν θυμάσαι, το διήγημα γράφτηκε πάνω από 10 χρόνια πριν... (λεπτομέρειες θα δώσω στο τέλος...)
μα μεταξύ μας, δεν περίμενα να είναι κι αυτός...παρόμοιος!
Μα θα τα πούμε αργότερα!
Χαιρετισμούς,
Υιώτα
Αθηνά μου,
Χρόνια σου Πολλά.
Χάρηκα, και
δεν θ' απογοητευτείς, ευελπιστώ!
Στείλε μου και το "ε-μαιηλ" σου, Ο.Κ.;
Πάντα με αγάπη,
Υιώτα
"αστοριανή",
ΝΥ
Ιουστίνη μου,
τόσο η έγκυρη γνώμη σου όσο και η αγάπη σου,
με συγκινούν τα μέγιστα!
Πιστεύω ότι δεν θα μετανιώσεις για το χρόνο σου!
Σας φιλώ,
πάντα με την αγάπη μου,
Υιώτα
ΝΥ
Χρυσάνθη μου,
πολυτάλαντη φίλη,
πιστεύω στο ένστικτό σου!
Μόνο θα κάνεις λίγο... υπομονή!
Σε φιλώ,
με αγάπη,
Υιώτα
ΝΥ
Ντένη μου,
πάλι καλά που δίνεις λίγο χρόνο από τις ελάχιστες ώρες σου -κι εσύ με τα δικά σου,-...το εκτιμώ αφάνταστα!
Θα έχει μάλλον δυο ακόμη αναρτήσεις... μα θα τα λέμε.
Χαιρετισμούε στη Νίκη σου,
με αγάπη,
Υιώτα
ΝΥ
Δημοσίευση σχολίου