Στο Στράτο Δουκάκη
.
Στράτο μου,Αγάπησα τη Λέσβο, χρόνια πριν, από τη Σαπφώ και τον Αλκαίο. Τώρα, την έζησα από τα κείμενά σου στη θαυμάσια ιστοσελίδα σου. Όμως, το «Τέλος» αυτού του καλοκαιριού σου στην αγαπημένη σου πατρίδα, πραγματικά με μάγεψε. Είναι ένα λογοτεχνικό «πρελούντιο»
όπου ελάχιστοι δύνανται να αποδώσουν την ολοκληρωμένη ομορφιά του. Στη γλυκειά μοναξιά σου, δεν ήσουν μόνος. Η Φύση ήταν γύρω σου, πλάι σου, μέσα σου. Μια τρυφερή γονιμοποίηση συναισθημάτων. Ένα ξεχείλισμα λαγαρών λέξεων. Ένας ωκεανός , κλεισμένος στο μαγικό ήχο ενός ηλιοφίλητου κογχυλιού.
Να είσαι πάντα καλά, να μας μεθάς με το λαμπερό κρασί της σκέψης.
.
Υ.Γ. : Το ανωτέρω κείμενο, το έστειλα στην εφημερίδα της Λέσβου «Εμπρός». Θέλησα, όμως, να το δημοσιεύσω και στη δική μου ιστοσελίδα εδώ στη συνέχεια, ώστε να το διαβάσουν κι άλλοι θαυμαστές της γραφής του!
Με τις ευχαριστίες μου,
Καλό Φθινόπωρο σε όλους,
Αστοριανή
.
Μ’ αυτά θέλω να μείνω…
Του Στράτου Δουκάκη
.
Μεσοστρατίς του Σεπτέμβρη κιόλας με κάτι φθινοπωρινές μέρες που είναι όλο γλύκα. Να βρίσκεσαι στης θάλασσας το άπλωμα και στ’ ουρανού το τέρμα κι αυτή, η μοναδική νησιώτικη φύση, να σου ψιθυρίζει στ’ αυτί λόγια τρυφερά. Να σου μιλάει, θαρρείς, με στίχους. Στίχους από ένα αθέατο λεύκωμα αγαπημένου ποιητή. Κι ένα γύρω σου να χύνεται λαίμαργα τούτη η αληθινή ακατέργαστη ομορφιά και… να σ’ αιχμαλωτίζει. Να σε βασανίζει ο λογισμός νιώθοντας πως όλο και πλησιάζουν οι μέρες του αποχαιρετισμού και είναι τότε που σε πιάνουν οι θλίψεις… Οι μέρες που θα φύγεις, που θα αφήσεις πίσω σου τούτη τη μαγεία.
Η θερμοκρασία, παρόλα αυτά, δεν πήρε ακόμη τον κατήφορο. Η καλοκαιρία καλά κρατεί, θα μας γλυκοκοιτάζει, φαίνεται, για μέρες ακόμη κι ας έφτασε στο τέλος του το καλοκαίρι κι ας άρχισαν να σκορπούν τα άνθη απ’ τις γλάστρες μου κι ας μην ξεπλύθηκαν ακόμη απ’ την ατμόσφαιρα οι μυρωδιές των αντιηλιακών. Δεν τέλειωσε το καλοκαίρι. Δίπλα μας θα νιώθουμε έντονα τις ανάσες του. Ελπίζω μέχρι να στερηθούμε τα ελαφρά μας ρούχα, μέχρι να σβηστούν μια και καλή τα θερινά μας ίχνη στην άμμο, μέχρι να προσαρμοστούμε στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Άλλωστε στα φουσκωμένα μας στήθη αφήσαμε, όλο αυτό τον καιρό, να χωρέσει μπόλικο θαλασσί για να ‘χουμε απόθεμα, για να σταλάζει στα όνειρά μας και να ποτίζει το χειμώνα.
Τώρα μέσα στη σκέψη μου γυρίζει ανάποδα ο καιρός. Καθώς όλο και κοντεύει η ώρα να κουνήσουμε μαντήλια. Λέω πως θέλω να μείνω με το τραγούδι του τζιτζικιού στ’ αυτιά και την ανάσα των βράχων μέσα μου. Με τις χαρακωμένες ψευδαισθήσεις καρφωμένες στο μυαλό κι από χρωστήρα τεχνίτη οι θαλασσιές πινελιές να τονίζουν τα ξεχασμένα κομμάτια του εαυτού μου. Να ξεχαστώ σ’ απόμερες ακρογιαλιές, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια. Να χαζεύω τους κύκλους που ανοίγουν στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν πετάς τα βότσαλα μέσα της. Να ‘χω θαλασσοπούλια για θέα με το ασύγκριτο πλανάρισμά τους. Να πέφτω με ορμή σε κύματα βουβά και να φυσάω την αρμύρα από τα μάτια γυρεύοντας τη γραμμή της παραλίας. Το μενεξελί δειλινό να συντροφεύει τον ήλιο που βυθίζεται σιγά σιγά στον ορίζοντα. Κι από την άλλη -του βουνού την πλευρά- ένα ολόγιομο φεγγάρι να εμφανίζεται και να αντανακλάται στη γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας. Και τότε, χίλιοι κόκκοι σπασμένοι σ' ασημόσκονη, να ντύνουν τη νύχτα με όνειρα. Κι αυτός ο Αντώνης με την κιθάρα του να παίζει απαλά «Το χέρι δως μου, δώς μου την καρδιά σου και πάμε αν θέλεις ως τον ουρανό, τραγούδι του Σεπτέμβρη ειν’ η ματιά σου αυτά τα μάτια πόσο τ αγαπώ. Κι αν σκόρπησαν τα φύλλα με τ αγέρι τον δρόμο κι αν τον σκέπασε η βροχή, για μας ειν’ ο Σεπτέμβρης καλοκαίρι η αγάπη σου φωτίζει όλη τη γη…». Και δεν έλεγε ψέματα…
Και η παρέα στο ταβερνάκι να σε περιμένει μ’ ένα καραφάκι ούζο Μυτιληνιό, στο τραπέζι με το καρό τραπεζομάντιλο, κι απάνω ψωμί χωριάτικο, κουκιά φάβα, κολοκυθάκια στο φούρνο, παστές σαρδέλες της ημέρας, τριμμένη ντομάτα με λάδι, φέτα, ρίγανη και μπόλικο αλάτι σε γαβάθα πήλινη. Γεύσεις και μυρωδιές να πολιορκούν τον εγκέφαλο. Και λόγια, ιστορίες αληθινές και ψεύτικες από φίλους αγνούς, αληθινούς, πολύτιμους, να ευφραίνεται η ψυχή σου. Μ’ αυτά θέλω να μείνω.
Και τι παράξενο, θέλοντας να συμπληρώσω την τελευταία σελίδα του ημερολογίου μου, σβήνουν οι λέξεις, κλειδώνουν τα δάχτυλα, καθώς προσπαθώ να κρατήσω ατόφια την αλήθεια τους. Βάζω τα δυνατά μου να το γεμίσω -για να μείνουν μέσα- με σκέψεις, λόγια, εικόνες, περιπάτους, σιωπές, πόρτες ανοιχτές, ψυχές ανοιχτές, ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ με καθαρά βλέμματα και ενθαρρυντικές χειραψίες όλα μέσα μου ωραία, φωτεινά και διάφανα. Κι αποχαιρετώ το καλοκαίρι, με τα καλύτερα που έζησα κατά τη ρότα του, γράφοντας τη λέξη Τέλος!
Η θερμοκρασία, παρόλα αυτά, δεν πήρε ακόμη τον κατήφορο. Η καλοκαιρία καλά κρατεί, θα μας γλυκοκοιτάζει, φαίνεται, για μέρες ακόμη κι ας έφτασε στο τέλος του το καλοκαίρι κι ας άρχισαν να σκορπούν τα άνθη απ’ τις γλάστρες μου κι ας μην ξεπλύθηκαν ακόμη απ’ την ατμόσφαιρα οι μυρωδιές των αντιηλιακών. Δεν τέλειωσε το καλοκαίρι. Δίπλα μας θα νιώθουμε έντονα τις ανάσες του. Ελπίζω μέχρι να στερηθούμε τα ελαφρά μας ρούχα, μέχρι να σβηστούν μια και καλή τα θερινά μας ίχνη στην άμμο, μέχρι να προσαρμοστούμε στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Άλλωστε στα φουσκωμένα μας στήθη αφήσαμε, όλο αυτό τον καιρό, να χωρέσει μπόλικο θαλασσί για να ‘χουμε απόθεμα, για να σταλάζει στα όνειρά μας και να ποτίζει το χειμώνα.
Τώρα μέσα στη σκέψη μου γυρίζει ανάποδα ο καιρός. Καθώς όλο και κοντεύει η ώρα να κουνήσουμε μαντήλια. Λέω πως θέλω να μείνω με το τραγούδι του τζιτζικιού στ’ αυτιά και την ανάσα των βράχων μέσα μου. Με τις χαρακωμένες ψευδαισθήσεις καρφωμένες στο μυαλό κι από χρωστήρα τεχνίτη οι θαλασσιές πινελιές να τονίζουν τα ξεχασμένα κομμάτια του εαυτού μου. Να ξεχαστώ σ’ απόμερες ακρογιαλιές, κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια. Να χαζεύω τους κύκλους που ανοίγουν στην επιφάνεια της θάλασσας, όταν πετάς τα βότσαλα μέσα της. Να ‘χω θαλασσοπούλια για θέα με το ασύγκριτο πλανάρισμά τους. Να πέφτω με ορμή σε κύματα βουβά και να φυσάω την αρμύρα από τα μάτια γυρεύοντας τη γραμμή της παραλίας. Το μενεξελί δειλινό να συντροφεύει τον ήλιο που βυθίζεται σιγά σιγά στον ορίζοντα. Κι από την άλλη -του βουνού την πλευρά- ένα ολόγιομο φεγγάρι να εμφανίζεται και να αντανακλάται στη γαλήνια επιφάνεια της θάλασσας. Και τότε, χίλιοι κόκκοι σπασμένοι σ' ασημόσκονη, να ντύνουν τη νύχτα με όνειρα. Κι αυτός ο Αντώνης με την κιθάρα του να παίζει απαλά «Το χέρι δως μου, δώς μου την καρδιά σου και πάμε αν θέλεις ως τον ουρανό, τραγούδι του Σεπτέμβρη ειν’ η ματιά σου αυτά τα μάτια πόσο τ αγαπώ. Κι αν σκόρπησαν τα φύλλα με τ αγέρι τον δρόμο κι αν τον σκέπασε η βροχή, για μας ειν’ ο Σεπτέμβρης καλοκαίρι η αγάπη σου φωτίζει όλη τη γη…». Και δεν έλεγε ψέματα…
Και η παρέα στο ταβερνάκι να σε περιμένει μ’ ένα καραφάκι ούζο Μυτιληνιό, στο τραπέζι με το καρό τραπεζομάντιλο, κι απάνω ψωμί χωριάτικο, κουκιά φάβα, κολοκυθάκια στο φούρνο, παστές σαρδέλες της ημέρας, τριμμένη ντομάτα με λάδι, φέτα, ρίγανη και μπόλικο αλάτι σε γαβάθα πήλινη. Γεύσεις και μυρωδιές να πολιορκούν τον εγκέφαλο. Και λόγια, ιστορίες αληθινές και ψεύτικες από φίλους αγνούς, αληθινούς, πολύτιμους, να ευφραίνεται η ψυχή σου. Μ’ αυτά θέλω να μείνω.
Και τι παράξενο, θέλοντας να συμπληρώσω την τελευταία σελίδα του ημερολογίου μου, σβήνουν οι λέξεις, κλειδώνουν τα δάχτυλα, καθώς προσπαθώ να κρατήσω ατόφια την αλήθεια τους. Βάζω τα δυνατά μου να το γεμίσω -για να μείνουν μέσα- με σκέψεις, λόγια, εικόνες, περιπάτους, σιωπές, πόρτες ανοιχτές, ψυχές ανοιχτές, ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ με καθαρά βλέμματα και ενθαρρυντικές χειραψίες όλα μέσα μου ωραία, φωτεινά και διάφανα. Κι αποχαιρετώ το καλοκαίρι, με τα καλύτερα που έζησα κατά τη ρότα του, γράφοντας τη λέξη Τέλος!