Ξερά Φύλλα. Σύνθεση Υιώτας.
Σύντομη Συνάντηση
Ξεψυχώντας ο Ιούλιος είχε τροχίσει τα
δόντια του και τα έμπηγε στη σάρκα. Η πλατεία έβραζε. Η μελίγκρα στ'
αρρωστημένα πορτοκαλόδεντρα και τις απεριποίητες τριανταφυλλιές είχε φουντώσει.
Τα μάτια μου αποτύπωναν τις γύρω εικόνες, τόσο διαφορετικές από εκείνες του
τότε.
-Αργεί, σκέφτηκα. Καλύτερα, να
ηρεμήσω...
Το ντύσιμό μου, για την σκόπιμη συνάντηση,
ένα λευκό ντεπιές, κι ένα καπέλο σε ξέχρωμο ροδακινί. Βλέπεις, τα δεκαπέντε χρόνια
απόστασης ήταν πολλά για μια αγάπη που κόπηκε με το μαχαίρι της εγωιστικής από μέρους μου, αξιοπρέπειας.
Ερχόταν, με βήματα αργά, κουρασμένα. Ο
νους άρχιζε να μη συμμαζεύεται:
-Είναι δυνατόν να μην πήρε το
αυτοκίνητο; να περπάτησε, μ' όλη αυτή τη ζέστη; σκέφτηκα. -Ναι. Μπορεί, μου απάντησε
μια υπόκωφη φωνή,… για να μη δώσει υποψίες...
Η λογική δούλευε δίχως να με ρωτάει.
Ήμουν προετοιμασμένη ότι η πρώτη εντύπωση θα έπρεπε να είναι πιο συνταρακτική.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ήταν αυτά! Τα πάντα αλλάζουν. Σκεπτόμουν πόσο
διαφορετική θα έμοιαζα κι εγώ με το λίγο βάρος που είχα πάρει, σίγουρα
περισσότερο γυναίκα.
Κι εκείνος! Καλά, πώς έχει αλλάξει,
Θεούλη μου! μονολόγησα, ελπίζοντας ότι δεν θα διάβαζε ούτε τα χείλη μα ούτε και
την έκπληξη στο πρόσωπό μου. Πλησίαζε, ξεροψημένος, ξερακιανός, μόνο το γεμάτο κάτω
χείλι του διατηρούσε την προκλητικότητά του.
-Μοντελάκι είσαι, είπε. Πολύ όμορφη!
Λίγο το χαμόγελό του. Μικρή η σιωπή.
-Πρέπει να είσαι ευτυχισμένη, έτσι; συνέχισε,
και...
Να είναι η αντίδραση, ο εγωισμός της
ανταρσίας μου στην μη υποχώρηση της τότε στιγμής; Μέσα μου ζητούσα απάντηση για
την αναμενόμενη συνέχεια, μα εκείνος, έξυπνα, δεν συνέχισε, παρά:
-Και …πού είναι ο άνδρας σου;
Ανάσανα.
-Πήγαν για μπάνιο... Βγήκα ν’ αγοράσω μπαταρία,
για τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα καταστήματα βέβαια τούτη την ώρα είναι
κλειστά, ...δεν ήθελα να πάω στο πάρκο, μόνη μου, και σκέφτηκα να σε ανησυχήσω... Θυμήθηκα
ότι εσύ ξέρεις από...μηχανές...
Ήθελα να ξεκαρδιστώ στα γέλια με το
υπονοούμενό μου, μα σοβάρεψα!
-Κι εγώ ήθελα κάποτε να σε δω... είπε.
Συχνά-πυκνά σε σκεπτόμουν, ιδίως όταν έπιανε το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, τον
Δεκαπενταύγουστο με τις Μαρίες…
Πήγε να χαμογελάσει, τίποτα. Εμείς, εδώ, τα ίδια! συνέχισε. Εγώ, έχω
αγοράσει κάτι δεντροπερίβολα, έχω γίνει αγρότης πλέον, κανονικός χωριάτης…
Βλέπεις, έχουμε υποχρεώσεις, οικογένεια, σχολεία, έξοδα…
-Ε! δεν είμαι η εφορία, είπα δήθεν
γελαστά, απλά για να πω κάτι.
Ανάσανε, κι έφτιαξε
λίγο την καπέτα απ' τ' αραιά μαλλιά του. Ακολούθησε το βλέμμα μου. Κάποτε, σε
αθώες ώρες, περνούσα τρυφερά εκεί τα δάχτυλα κι έφτιαχνα «στριφτά σαλιγκάρια»… Τι
ανόητοι που είμαστε, τότε, σκέφτηκα, και …
-Ναι, το διαπίστωσα, έχεις ξεροψηθεί
δουλεύοντας στον ήλιο, έτσι;
Πας και για ψάρεμα; είπα, κι ο νους φτεροκοπούσε με ταχύτητα, σαν
κυνηγημένο αγριοπούλι.
(μα... είναι δυνατόν! Καλοκαιριάτικα, να φοράει καρό
φθινοπωρινό σακάκι και καφέ πολιέστερ παντελόνι!!! Αυτός!!! Σκέφτηκα με εύλογη απορία,
κι ευτυχώς που δεν πήδηξαν τα λόγια έξω από τα χείλη μου. Ίσως να ήθελε να μου
δείξει αρχοντιά, ή την γνωστή του βαρετή ωριμότητα… )
Περίμενα να χαμογελάσει λίγο με την
αξιολόγηση που γελαστά του έκανα, πάλι τίποτα. Κι όμως, αυτό το αινιγματικό του
χαμόγελο ήταν κάποτε σε μένα η γοητεία του...
-Πώς τα περνάτε πέραν του Ατλαντικού; ξαναρώτησε.
Ξεγλίστρησα.
Η διακοπή των εντυπώσεων ήταν ευεργετική. Άνοιξα την τσάντα, έβγαλα το
στενόμακρο πορτοφόλι με τις κάρτες και τις φωτογραφίες και με κρυφή υπερηφάνεια
του έδειξα τ' αγόρια μου.
-Όμορφόπαιδα! Είπε…
Ακόμη σφιγμένα τα χείλη.
–Εσύ; του είπα
διστακτικά. Τα δικά σου; Πόσα έχεις;
Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του
σακακιού του ένα ιδρωμένο πλαστικό φακελάκι και μου έδειξε τις κόρες του!
–Χμ! Τρία
ωραία κορίτσια, είπα και το εννοούσα. Πήγαινες για γιο, ε;
Δεν απάντησε, γι΄
αυτό συνέχισα:
-Μοιάζουν και στην γυναίκα σου;
-Μπα! Περισσότερο σε μας, στο σόι μας.
Εκείνη, … δεν ξέρεις, μπορεί να της μοιάσουν μεγαλώνοντας…
-Δεν καταλαβαίνω, συμπλήρωσα βιαστικά.
Δεν έχεις φωτογραφία της;
Δίστασε. - Αφού
την ξέρεις, είπε. Πηγαίνατε μαζί στο γυμνάσιο… ήταν το ...προξενιό... Τελικά, την παντρεύτηκα…
Έστριψα τα χείλη, να πονέσουν. Αστραπή η θύμηση.
Δηλαδή,
εκείνη πήρε!; Μισή πιθαμή γυναίκα, μα με μπόλικα χτήματα και μεγάλο διαμέρισμα
στην πόλη; Όχι ότι ήταν και του πεταμού, η κοπέλα, μα σαν περνούσε στον δρόμο,
δεύτερο μάτι δεν γύριζε να την κοιτάξει. Απλή, σπιτική νοικοκυρούλα. Βλαχούλα,
την λέγαμε εμείς, που μας άρεσε να δίνουμε παρατσούκλια η μια για την άλλη...
Ήταν πράγματι -όπως μου είχαν πει- ένας προικοθήρας;
Τίναξα το κεφάλι ψηλά. Ο αέρας γινόταν
πνικτικός. Έβαλα τις φωτογραφίες μου στην θέση τους. Θα πρέπει να διάβασε τις
σκέψεις μου.
… -ναι, μικρή παντρεύτηκα… έχει ο καθένας
την ζωή του, συμπλήρωσε κάπως βιαστικά… Από την αρχή, έτσι τα συμφωνήσαμε. Εγώ στα κτήματα κι αυτή
στο μαγαζί… είναι πιο φιλική με τον κόσμο… και το σπουδαιότερο, δεν είναι
εγωίστρια…
Σκεπτόμουν αν έπρεπε να ζητήσω ανάλυση
του τι ήθελε να πει, ή τι να δικαιολογήσει;
Επικίνδυνη η στροφή, είπα μέσα μου.
Άλλωστε δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Απλά, ήθελα να τον δω, πώς ήταν τώρα, αν θα είχε
αλλάξει… πώς θα με αντιμετώπιζε…
Θυμήθηκα την χρυσή σιωπή.
Οι πορτοκαλάδες που είχε παραγγείλει, δεν
πρόφτασαν να ζεσταθούν. Ούτε και η συζήτηση.
Η ζέστη εντός είχε διπλασιαστεί. Το
τσουλούφι στο μέτωπό του είχε αρχίσει να στάζει ιδρώτα. Σηκώθηκα.
-Πρέπει να γυρίσω, είπα κάπως βιαστικά.
Δεν επέμεινε, και τι να έλεγε!
Δώσαμε
τα χέρια που μίλησαν με την δική τους γλώσσα, χαμογέλασε και… στο στόμα, που
κάποτε άφηνα τα δειλά φοιτητικά φιλιά μου, δυο δεξιά δόντια έλειπαν!
Αδέξια ακολούθησε τα μάτια μου.
-Αύριο θα πάω στον οδοντίατρο, είπε με
φανερή δικαιολογία.
-Αύριο πάμε στο αεροδρόμιο, είπα
πετώντας ήδη ξαλαφρωμένη...
***
ΥΓ· (Παλαιότερη, σύντομη παρουσίαση με υπότιτλο: Η καπέτα,=κυματιστό μαλλί, μετά από την χωρίστρα)
Καλό Μήνα, Φίλες και Φίλοι μου.
Πάντα με την αγάπη,
Υιώτα