(Αύγουστος 2023)
Αργοπορημένη Επίσκεψη
Στον ΠΑΤΕΡΑ
«Πίστευε στα όνειρα»
έλεγες, και το πίστευες!
…Τα όνειρα, Πατέρα; Ποια
όνειρα; Μονολογούσα άφωνη.
Εσύ, δεν άκουγες… Μόνο ο
ήχος της φωνής σου, ριζωμένος κατάβαθα, έλεγε, και ξανάλεγε: -Πίστευε, παιδί
μου, πίστευε.
Ήρθα, απροσδόκητα, σχεδόν
δύο δεκαετίες μετά, αυτόν τον ψημένο δεκαπενταύγουστο … Ήρθα, αργο-πατώντας,
στο χώρο σου, να σε βρω. Με τη Μάνα, δίπλα-δίπλα.
Πέρασα, διπλο-πέρασα.
Γιατί δεν σας εύρισκα;
-Άργησες! Ίσως τους
άλλαξαν, ο νους αντέδρασε...
-Τα μάρμαρα κι ο Σταυρός,
μόνο με επώνυμο «οικογενειακό» και σκόρπιες φωτογραφίες, εκεί είναι ... κάποιοι μου είπαν. Κοίταζα, μα ΔΕΝ έβλεπα.
ΔΕΝ σας έβλεπα! Τα γόνατα,
έσπασαν. Κρατιόμουν από ξένους σταυρούς, να μη σωριαστώ σε ξένα παγωμένα κρεββάτια
…
Κι εκεί, με τα μάτια
γυάλινα, με τα χείλη επτασφράγιστα, αναρωτιόμουν με θυμό: «Τα όνειρα! Ποια
όνειρα, Πατέρα!
Άραγε, νιώθετε ότι ήρθα;
Σας ερωτώ: με ακούτε;»
-«Τα όνειρα»,
μονολογούσα,
πότε, και ποιοί μας τα επέτρεψαν; Πότε, και ποιοί μας τα στέρησαν; …κι εσύ,
Μητέρα, πότε μας είπες ότι τα όνειρα δεν είναι -δεν ήταν- ποτέ δικά μας!
Γιατί, -σας ρωτάω, γιατί
δεν μου είπατε
ότι πίσω από ένα σύννεφο κρύβεται ένα άλλο. Ότι πίσω από μια
θύελλα, ακολουθεί ένας τυφώνας; Ότι πίσω από ένα χαμόγελο κρέμεται ένα δάκρυ…
ότι οι χαρές είναι τραγούδια απόμακρα, ούτε ίδιες για όλους...
Αχ! Πατέρα, που φύτευες
όνειρα σε άνυδρο έδαφος. Μάνα, που δεν μάζευες στις χούφτες τα δάκρυα, για να
καρπίσουν τα όνειρα!
Αλήθεια, πότε ισιώσαμε την
ευλυγισία της παπαρούνας; Πότε κατοχυρώσαμε τις ματωμένες λέξεις της στο λιτό αλφαβητάριο
των προσευχών; Πότε με
διαβεβαιώσατε ότι οι συμβολισμοί κι οι προσευχές είναι εφεύρεση των ταπεινών κι
ότι εμείς απέχουμε τόσο πολύ απ΄ το γαλάζιο της θάλασσας που κανακεύει τα ιστιοφόρα;
Ότι τα ανάλαφρα πετάγματα
των γλάρων δεν συντροφεύουν τις μοναχικές αλκυονίδες…
Ω! και να μπορούσαμε να
διώξουμε αυτή την εξωτερική εικόνα που φορούμε κατάσαρκα, να συστήσουμε στις
σκιές να περπατούν ολόρθες …
Να αγαπούμε δίχως την
απαίτηση του υπολογισμού,
να κατανοούμε ότι ανέκαθεν
οι εποχές δεν ζητούν άδεια για να αλλάζουν, κι ότι ανήμποροι πορευόμαστε κι
εμείς μαζί τους.
Θυμάμαι, όταν σε φώναξα,
Πατέρα, εσύ έφευγες, κι Μάνα δίπλα σου. Σκυφτοί κι αμίλητοι. Ίσως για το
παραμύθι που τυλίγατε με το φτηνό ρούχο της ελπίδας. Ας είναι.
Οι ευνοούμενοι της Τύχης, είναι διαλεγμένοι.
Τα αστέρια, πολύ ψηλά να
τα αγγίξουμε.
Η Γη, πολύγλωσση,
πολύβουη, πάντα μας καλεί .
Εμείς καμώνουμε ότι δεν
ακούμε, ότι δεν βλέπουμε.
Ανόητα κι εγωΙστικά πιστεύουμε ότι
είμαστε αιώνιοι.
Ζούμε, για ξεγελάμε την
σύντομη παρουσία μας.
Την μηδαμινή ύπαρξή μας.
Κι η Γη, αόματη, δίχως καρδιά,
δίχως νου, πάντα αχόρταγη, να μας οσμίζεται και να κρυφογελάει.
Επιστρέφω, εκεί που με
περιμένει ο Ένας, ο Εκλεκτός, ο Αόρατος.
Δώσε μια αγκαλιά στη Μάνα, Πατέρα.
Πάντα την άξιζε!
Πάντα οι Μανάδες την αξίζουν.
Να ξέρεις, όμως, τούτο:
Επιστρέφω, με την Αγάπη
ανέπαφη. Αυτό είναι το πιο σίγουρο όνειρο.
Εκείνο, ίσως, που δεν κατάλαβα τότε,
όταν μου μιλούσατε, ήταν τόσο απλό: Ό,που κι αν είμαστε, κοντά, ή μακριά:
Η Γη, μας ενώνει!