ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Της Κατοχής
(Αφιερωμένο στους Δημήτρηδες της Κατοχής
κι όλους όσους γιορτάζουν τούτη τη Πέμπτη!)
Περπατούσε
το ψηλόλιγνο αγόρι με κουρασμένα βήματα κοιτάζοντας στις μύτες
των παπουτσιών του μήπως και τύχει κάνα πετραδάκι, να το κλοτσήσει να βγάλει κάμποσο
από το κρυφό του άχτι.
«...Έτσι θα κυλάει ο καιρός, Παναγίτσα μου;
Ούτε σχολείο,
ούτε δουλειά…»
Το Λιμάνι γουργούριζε σαν στομάχι πεινασμένο. Ήταν γεμάτο με πλοία κι εργατιά,
μα τούτα ανήκαν στον κατακτητή με τις βαριές στολές και τα κρύα πρόσωπα.
Δεν πρόσεξε σε ποια πύλη του λιμανιού ήταν. Φωνή βραχνή και άγρια τον
τίναξε και σταμάτησε απότομα.
«-Κόμε-ίαρ!!!»
Κάπως έτσι θυμάται τα λόγια που βρόντηξαν σαν κανονιά στα αφτιά
του.
Ο στρατιώτης, ένας μεσόκοπος ψηλός άνδρας, απότομος, που του θύμιζε τον
πατέρα του στα νεύρα του, άφηνε το φυλάκιο κι ερχόταν προς το μέρος του.
Τάχυνε το βήμα, δήθεν άφοβος, -το μπόι των δέκα χρόνων δεν του «επέτρεπε»
να δείξει φοβισμένος, ήταν ήδη ολόκληρος άνδρας να «προστατεύει» την οικογένεια.
Όταν πλησίασε, ο στρατιώτης-φύλακας σήκωσε το πόδι και του έδωσε μια
κλωτσιά που ταράχτηκε όλη η μέση του…
«… φύ(γ)ε-γρήγορα» του είπε με σπασμένη προφορά, και μετά αλλάζοντας
προφανώς γνώμη, τον άρπαξε από τον ώμο, τον έστριψε προς το φυλάκιο,
«- μέσα!» του είπε άγρια. «…κάτσεδώ!» και τον ανάγκασε να καθίσει σε μια ψάθινη
καρέκλα.
Τα γκριζο-πράσινα μάτια του αγοριού γέμισαν δάκρυα.
«…Παναγίτσα μου, όχι
τώρα, όχι εδώ! Δεν θέλω να με δει αυτός έτσι…»
Ο στρατιώτης πέταξε μπροστά του ένα ζευγάρι μαύρες μπότες με όλα τα
απαραίτητα.
«-Βάψε καλά» του είπε κι έστριψε για να πάει έξω.
-Τί να βάψω; Αφού είναι καλογυαλισμένες… σκέφτηκε.
Πήρε το μάλλινο κουρέλι κι άρχισε να τις τρίβει με όλη του τη δύναμη…
Μετά από λίγη ώρα, ο φρουρός επέστρεψε. Ούτε κουβέντα. Προχώρησε στο βάθος
και μετά από λίγο του έφερε μια πιατέλα με μαρμελάδα και δυο μεγάλες φέτες ψωμί
«-Φάε!» του είπε και βγήκε πάλι έξω στη σκοπιά του.
Τα κρυμμένα δάκρια δεν κρατιόντουσαν πλέον πίσω από τα μάτια. Ο λάρυγγας
είχε στενέψει. Το στομάχι είχε σφίξει.
Τα χέρια έτρεμαν.
«-Φάε γρήγορα!» τον άκουσε πάνω από το κεφάλι του.
Το πότε άδειασε η πιατέλα, ούτε που το κατάλαβε. Το μόνο που ήθελε ήταν να
βγει έξω, να κόψει δεξιά στο δρόμο που
έβγαζε στο «Μαγαζί Υποδημάτων» και να τα πει με το αφεντικό του!!!
«-Σήκω-πάνω! Βγάλε το ζακέτο σου»
του είπε ο στρατιώτης.
Στα χέρια του κρατούσε δυο μεγάλες παραμάνες. Κάρφωσε τη μια στην άκρη του
μανικού, «-χέρι-μέσα» πρόσταξε το παιδί, κάρφωσε την άλλη και στο άλλο μανίκι,
βοηθώντας τον να φορέσει την μάλλινη χειρό-πλεκτη ζακέτα από τη γιαγιά του
Λένη.
Ο στρατιώτης, έχωσε βιαστικά μια τζάρα μαρμελάδα στο ένα μανίκι, μια
καραβάνα στο άλλο, και δίνοντάς του άλλη μια κλοτσιά στα πισινά,
«Τονομάσου;»
«-Δημτράκης!» φώναξε το λιγνό παιδί
με το κορμί ορθωμένο.
«-Σπίτι γρήγορα!» ακολούθησε η διαταγή!
Καλπάζοντας έφυγε ο Δημητράκης, ο αγαπημένος της γειτονιάς.
-Να ήταν καλός, μέσα του; Να είχε κι αυτός ένα παιδί στο σπίτι τους; …
Οι σκέψεις και τα ερωτήματα έτρεχαν
γρηγορότερα από τα αδύνατα πόδια του… Άρχισε να λαχανιάζει.
Λίγο ακόμη και θα
έφτανε στο σπίτι τους. Ήταν τότε γωνία Παπαστράτου, αριθμός 109, απέναντι στο
εργοστάσιο
«ΚΟΠΗ-ΡΑΦΗ».
Η τριανταφυλλιά τους, θα τον καλησπέριζε με τρία κόκκινα τριαντάφυλλα κι η
γαριφαλιά, με τον αέρα στη βιάση του, θα κουνούσε τα λουλούδια της γελαστή,
φθινοπωριάτικη.
Ήταν αργά το απόγευμα, 10 του Οκτώβρη, 1944.
Σε δυο μέρες, η Αθήνα κόχλαζε από ιαχές απελευθέρωσης.
Του παιδιού τα
γκριζοπράσινα μάτια ξέπλεναν με ασταμάτητα δάκρυα την ασχήμια του πολέμου,
βάφοντας το μέλλον με χρώματα λευκά, θαλασσιά, ρόδινα…
ΥΓ.: Βασισμένο σε πραγματικό γεγονός από την παιδική ζωή του Δημήτρη μου,
στον Πειραιά.
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας. 10-10-17)
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
στις Δημητρούλες,
και στους Δημήτρηδες.
Πάντα με την Αγάπη,
Υιώτα.
Υγ: Αμέτρητα "Ευχαριστώ"
και για τη δική σας Αγάπη
όλο το ...δίμηνο που έλειψα!