29 Οκτ 2024

 





                               (Ερωδιός στην Αλυκή Αιγίου. Φωτο-σύνθεση Υιώτας. 2010 )


Η ΕΝΤΟΣ ΣΙΩΠΗ  

...και μου λέτε να κρατηθεί εντός 
η σιωπή!

Αφού πνίγεται και θέλει να σωθεί, βουλιάζει,
ζητώντας χέρι στοργικό.
Δεν έχει σημασία σε ποιό κύτταρο ανήκει.
Σε ποιά στιγμή. Σε ποιό χρόνο.

Η θάλασσα 
δεν ξεχωρίζει, δεν καταχωρεί. Αναπνέοντας
απλώνεται, απλώνεται 
και συνεχίζει ν' αφομιώνει τα μυστικά μας 
στα χείλη 
των πολύχρονων κογχυλιών,
και στη στιλπνή γυαλάδα τους.

Γι' αυτό στο άτοπο άγγιγμα ματώνουν τα κοράλια,
γι' αυτό χάνουν τις ρίζες τους οι βράχοι ...

Γι' αυτό, το ακάνθινο στεφάνι άνοιξε 
αιμορέουσα πληγή, ταυτόχρονα
και μια ελπίδα αντοχής
στης καρδιάς τη ρίζα...

Άκουγε την καρδιά όμως 
με το νου μιλούσε...

Γι' αυτό και τα δυο ανθίζουν
με το αίμα της ροδιάς...

Με πόνεσε η εντός σιωπή...
Γι' αυτό σας κάνω συντροφιά στην νύχτα
.

(20-10.Σελ. 14, από το βιβλίο της "Γραμμένα με Αίμα!")




19 Οκτ 2024

 

ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Εδώ, με τον Σύλλογο των Αιγιωτών, όταν η Βάσω, εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης, ήρθε στη Νέα Υόρκη, να επικοινωνήσει με τους Ιθύνοντες ... Αριστερά, ο σύζυγός μου Δημήτρης, εγώ, η Μάχη Χριστοδουλάκη, η Βάσω (μόλις διακρίνεται η ...ανθοδέσμη με τα κόκκινα τριαντάφυλλα), ο Κονταρίνης, και πίσω, συγγνώμη, μα δεν θυμάμαι τα άλλα δύο πρόσωπα ... Υιώτα

****************************************************************************************

ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ
(Στη Βάσω Παπανδρέου,. Νέα Υόρκη, Ιαν. 21, 1999)
(από το ΒΙΒΛΙΟ μου "ΕΝΝΕΑ ΕΝΤΟΛΕΣ … 2001, ΠΟΙΗΜΑ ΣΕΛΊΔΑ 39-40)
Στην οροφή της Αρχαίας Ελίκης, με την ορμή του ποταμού Σελινούντα,
Σχήμα έλαβαν τα πρώτα όνειρα.
Εκεί, ένα φιλόξενος, μικρός σιδηροδρομικός σταθμός
κι ένας πελώριος, λαλίστατος ευκάλυπτος,
σημάδεψαν υποσυνείδητα τα εφηβικά ταξίδια, ενώ
αψύς ο άνεμος της θάλασσας του Αιγίου,
με τις κυπαρισσοκορφές ανέμιζε το πικρό «Καλό Κατευόδιο».
Τώρα, κλειστός ο σταθμός και ο ευκάλυπτος ακρωτηριασμένος
-στη στάθμευση, είπαν, εμπόδιζε τα γερασμένα τρένα
κι ακόμα, οι σπούργοι διατάραζαν τον ύπνο της ραστώνης …
Εκεί,
στα Βαλιμήτικα της ομορφιάς και των σεισμών,
από νήπια ηχογραφήσαμε τις τρυφερές ημέρες.
Στο λαμπερό, το άπλετο φως, άνοιξη ντύθηκαν
τα ευγενικά οράματα.
Εκεί, σ’ αρχέγονη αρχή και πορφυρή ανάσα, η Αρχαία Ελίκη
μας ένωσε.
Σήμερα,
Εδώ, μοίρας φυτώριο εγώ,
Ταχυδρομικό περιστέρι εσύ, σφραγίσαμε σε αλυσίδα
Άσπαστη την Αγάπη μας για την Πατρίδα.
Τώρα, εσύ, δεν είσαι πλέον η ίδια γυναίκα.
Είσαι εγώ, είσαι αυτή και όλες οι γυναίκες.
Ελπίζοντας, μαζί σου,
τα μάτια μας σε ντύνουν δέος και δύναμη.
Τώρα, είσαι τόξο και βέλος, είσαι στόχος εξύψωσης.
Τώρα είσαι η δίκαιη γραμμή της ανόδου.
Γι’ αυτό, άγγιξε το αμείλικτο Φως, με σύνεση.
Πλεύσε, Γυναίκα δυνατή, τον ατίθασο ωκεανό,
όπου
-απύθμενα ισχυρότερος- δεν συγχωρεί
Ηγετικές λανθασμένες κινήσεις.
Της αξιοσύνης, Εσύ, ταγμένη Ιέρεια,
Στους ώμους σου αξιολογείται το Σήμερα.
Γυναίκα, Πανελληνίδα του Αύριο,
Ευκλεής η μοίρα σου.
**********************************



ΕΠΙΛΟΓΟΣ 10-19-24



ΣΗΜΕΡΑ, Είκοσι-πέντε χρόνια αργότερα,
η Απόσταση
δεν λιγόστεψε!.
Δεν θα μπορέσω να αποχαιρετήσω τα μεγάλα σου μάτια
που κάποτε ονειρευόντουσαν ασύλληπτα οράματα,
και τώρα ερμητικά σφραγίστηκαν.
Ούτε τα τοξωτά χείλη σου, που κάποτε οι κεραυνοί ζήλεψαν.
Στην αμείλικτη πίκρα της πραγματικότητας, όλα στέγνωσαν.
Η φλογερή καρδιά σου αρνήθηκε να στέλνει άλλα μηνύματα.
Έζησες, μαθαίνοντας την Προσπάθεια, την Πλήρωση,
την Απογοήτευση, το Πεπρωμένο.
Ευτυχισμένη με τα αδελφικά παρακλάδια, συμπλήρωσες
το τρυφερό αγκάλιασμα εκείνων που στερήθηκες.
Στη Γη που θα σε δεχθεί σήμερα, άρωμα γιασεμιών θα σε τυλίξει.
Ως κι η ευγνωμοσύνη εκείνων που θυσιάστηκες.
Άξια Ελληνίδα, άξια κόρη του τόπου που μας γέννησε,
Αναπαύσου.
Το κύμα του γραφικού κόλπου μας, στοργικά θα σε νανουρίζει.

14 Οκτ 2024

 


ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ( 2008), με 40  ΣΧΟΛΙΑ :  ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ

Τ' ΟΝΕΙΡΟ!
                                  (Φωτογραφία δανεισμένη)


:Πώς να γεννιέται τ' όνειρο?

Χιλιετίες τώρα δεν επαρκεί, διάχυτο κατ' απ' το φως του Ήλιου;
Ή προκαλεί τα τρυφερά στόματα να διαλαλήσουν:

-Διάτρητο τ' όνειρο
οδεύει προς τη δύση!
Σώστε, μαζί μας τ' όνειρο!

 

Φίλες και Φίλοι μου,

διάβαζα το ποίημα του Langston Hughes, προμετωπίδα στο θεατρικό της Lorraine Hansberry «A raisin in the Sun - μία μεγάλη επιτυχία του1988, όπου μεταφράζοντάς το, σας το μεταφέρω στην «Αστοριανή» :

«Τί να συμβαίνει σ' ένα όνειρο που αντιτίθεται;
Άραγε να ξηραίνεται, όπως σταφίδα στον ήλιο;
ή εμπυάζει φλογισμένο έως ότου να τρέξει;
Άραγε βρωμάει σαν κρέας σαπισμένο;
Ή σκληραίνει και μελώνει σαν γλυκό σιροπιασμένο;
Μπορεί, απλά, να γέρνει όπως φορτίο υπέρβαρο.

Ή μήπως να εκρήγνυται;»



Και καταθέτω, ταπεινά, κάποιες δικές μου σκέψεις:

ΟΝΕΙΡΟ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ

Πού κατοικεί το όνειρο σαν άξεστοι το σκότωσαν;
Μήπως σημαία, στοργική, τυλίγεται στο σώμα ονειροπόλου

που έχασε το δρόμο στης το λαβύρινθο
κι έτσι αγκαλιά κι οι δυο στη γη,
ως που να επανέλθει
κι ένα να γίνει με το 

Φως

που δεν αντέχεται;


(Με την ευχή μου, για ηρεμία του Νου και της Καρδιάς)


Υιώτα

Αναρτήθηκε από την Αστοριανή στις 1:33 π.μ. 40 σχόλια: 

(αντιγραφή από τα (40! Εκτεταμένα) σχόλια😊)

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ στον αξέχαστο ΦΑΙΔΩΝΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ:

Για κείνους
που ακολουθούν, κοιτάζοντας το βάθος των πελμάτων μας στο χώμα,
όπου αμίλητο μας δέχεται, μα όχι αμέτοχο,

για κείνους
όπου τη ζέστα του κορμιού διαισθανόμαστε κύματα-κύματα να μας τυλίγει
κι ας ανέγγιχτη τούτη η ανέπαφη αφή να μας μιλάει
με όποια γλώσσα των καιρών και των σημάτων,

για κείνους

όπου η σκιά σηματοδότης γίνεται απλησίαστος
-κι ας προσπαθούνε να την σβήσουν επιτήδειοι, μια μονοκονδυλιά
-το σάλιο τους δε φτάνει-

για κείνους
που την καρδιά κορμού ελιάς ψηλάφισαν κι έγιναν κτήμα τους
αιώνες σελασφόροι,

για κείνους
που την μπουκιά ψωμιού μοιράστηκαν,

που τύλιξαν λιβανωτά απ' της μάθησης την κλίνη,

κι άνοιξαν τη παλάμη χλυκοχάραμα σπαρτά να δρέψουν,

θεριστάδες σοδιάς νέας στ' αλώνι της θυσίας,

εκείνοι ξέρουν
πώς να κοιτούν το φως κατάματα.


Εκείνοι ξέρουν
ότι το φως Αγάπη είναι...

Φίλε μου, ακριβέ, Χαιρετισμούς από μια βροχερή Νέα Υόρκη,
Υιώτα

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17, 2008 8:49:00 μ.μ

 

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ Οι ποιητικές γεύσεις και σκέψεις που παρατίθενται στο τραπέζι σου Γιώτα μου είναι μοναδικές και σπάνιες. Όσο για τα όνειρα, το θέμα είναι να μπορούμε να κάνουμε όνειρα ώστε να έχει νόημα και περιεχόμενο η ζωή μας.

Το μέγα πρόβλημα για τον άνθρωπο αρχίζει όταν δεν μπορεί πια να κάνει όνειρα. Τότε έχει πια καεί...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008 2:43:00 π.μ.

Απάντηση

Αστοριανή:

Φαίδωνά μου,
τα λόγια σου, τόσο γλυκά και καλόδεκτα!
(μου θύμησαν "γλυκειά κολοκυθόπιττα"...(ψάχνω από χτες να βρω συνταγή!!!... αυτό είναι το μικρό "όνειρο"!
Όσο για το μεγάλο? ακόμη καίει για να το πλησιάσω...)
ΥΓ.Ρώτησε την κ. Θεοφίλου, αν ξέρει, (έστω και με τυρί) κάνε την "ε-μαιλ" ή κι εδώ, να τη δουν οι φίλοι μας...
Σίγουρα θα τα πούμε τα "Χρόνια Πολλά", έχουμε λίγο καιρό!
Ήδη έχω αργήσει,
με την Καληνύχτα μου,
Υιώτα       
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18, 2008 10:16:00 μ.μ.

Απάντηση

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Αστοριανή
Χαίρομαι που οι απόψεις μου για την ποίηση και τα όνειρα, δημιουργούν και τερψιλαρύγγιες προσδοκίες!!!! Πρέπει να σου πω όμως Γιώτα μου πως η Έφη είναι τόσο απησχολημένη με τους δικούς δημιουργικούς τομείς, που δεν έχει και ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τη μαγειρική. Η γιαγιά Μαριάνθη ήξερε τη συνταγή της γλυκιάς κολοκυθόπιτας, καθ' ότι Ιέρεια της κουζίνας, αλλά θα ήταν μέγα θαύμα αν την είχαμε ακόμα εν ζωή..
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2008 8:27:00 π.μ.


Απάντηση

Αστοριανής

Tούτη η απάντηση... είναι από μνήμης, Φαίδωνα. Δεν ξέρω γιατί "χάθηκε"!
Έγραφα, λοιπόν, ότι
σε κέρασα ροδοζάχαρη-γλυκό, από τον τόπο μας για να γλυκάνουμε λίγο την ατ(ι)μόσφαιρα λόγω των ημερών όπου λίγο-πολύ, ποιητές, συνθέτες και λοιποί, αγωνίζονται να δώσουν το παρών και να μη μείνει έξω η άποψή τους (...μαζί κι εγώ, το ξέρω)
για να μπούμε στην εορταστική ατ(ι)μόσφαιρα, άλλα κι εκεί...

Η γιαγιά-Μαριάνθη, δεν ξέρει πλέον τίποτα!
Η κ. Έφη, όμως, ξέρει να ΤΡΩΕΙ, δίχως να βασανίζεται με ταψιά και φούρνους!
Θα τη βρω, όμως, πού θα μου πάει. Τα υλικά τα  έχω, θα την κάνω αλά-Υιώτα, κι η γεύση θ' ακολουθήσει!
Θα πάω κι από κει, στο δικό σου, σίγουρα, κάτι Ενδιαφέρον πρέπει να έχεις!
Χαιρετισμούς,
από μια κάτασπρη Νέα Υόρκη,
Υιώτα

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2008 3:38:00 μ.μ.

 

                             Πρόσφατες ΣΚΕΨΕΙΣ της Αστοριανής:

Με τα χρόνια,

Φίλοι «του Νου και της Καρδιάς»

παραμερίζονται στο αόρατο κουτί των ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ …

 

Στην «ΑΣΤΟΡΙΑΝΗ» όμως, μια ξεχωριστή Φίλη, από τον ιστορικό Βόλο,

-που ποτέ δεν την συνάντησα-

συναρμολόγησε με την γνώση της την «πρόσοψη» της ιστοσελίδας μου,

ώστε να ξεχωρίζουν οι αναρτήσεις  μου, μαζί με τα υπέροχα σχόλιά σας, χρονολογικά,                       

                                 αρχίζοντας από το 2008 !!!

Όλα μαζί, είναι ένα πολύτιμο μακροσκελές ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ!

 

Ειδικά το «ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ»

όπου η ίδια ήταν -και μπορεί ακόμη να είναι – διαχειρίστρια !!!

είναι το σπουδαιότερο δώρο που θα μπορούσε κάποιος να μου χαρίσει.

 

ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, 

όπου πάρα πολλοί σημαντικοί γραφείς «του ΝΟΥ και της ΚΑΡΔΙΑΣ»

με τίμησαν!

 Αμέτρητα «ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ» σε Εκείνη,

Και σε όλους ΕΣΑΣ!       ΚΑΛΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ                                             

Πάντα με την Αγάπη μου,

Υιώτα,  10-15-24

9 Οκτ 2024

 

.... Η προβληματική ΑΝΑΡΤΗΣΗ !!! 

Επεξήγηση, ακολουθεί, ξεχωριστά

************************************************    

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ-ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΔΡΑΣ

(ανέκδοτο διήγημα, Ιούνιος 2004)

-Κύριε, κύριε, σας συμβαίνει κάτι; Μήπως θέλετε να φωνάξω για βοήθεια;
ρώτησε μ’ ενδιαφέρον από μια κάποια απόσταση ο μικρός Παναγιώτης τον ηλικιωμένο άνδρα που καθότανε λοξά στον πράσινο πάγκο.
Έδενε το σπάγκο του χαρταετού του στα σιδερένια κάγκελα του προστατευτικού φράχτη της ακτής του ποταμού East (=Ανατολικός). Ήταν κιόλας η πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη κι ο καιρός τους δώρισε απρόσμενα τρεις μέρες γεμάτες καλοκαίρι!

Ο ξένος άνδρας, με την χειρόπλεκτη καφέ ζακέτα, είχε τα χέρια σταυρωμένα στην αριστερή μεριά του στήθους, προσπαθώντας να ηρεμήσει την καρδιά του που χοροπηδούσε σαν κατσικάκι. Μια άσπρη βάρκα με γαλάζια πανιά, γλίστραγε στο βάθος αφήνοντας φουσκωμένα κύματα στο πλατύ στέρνο του ποταμού.
-Νόμισα ότι είναι καλή η ημέρα, σήμερα, για το χαρταετό μου, μα φυσάει αρκετά. Έχω συνηθίσει να έρχομαι κάθε απόγευμα, από το καλοκαίρι. Και σήμερα μοιάζει σαν καλοκαίρι! …σε δεκαπέντε μέρες θα έχουμε Χριστούγεννα! …
Έμεινε ένα-δυο λεπτά σιωπηλός, και
-Με ξέρεις, έτσι δεν είναι; Εγώ... σε ξέρω, και η θεία μου σας ξέρει…
Ακάθεκτος, ο μικρός Παναγιώτης.
Έδεσε σ’ ένα μεγάλο φιόγκο το σκοινί του χαρταετού του, και άρχισε να πλησιάζει τον ηλικιωμένο κύριο. Εκείνα τα μεγάλα γαλάζια ματάκια του στόχευαν κατ’ ευθείαν στη καρδιά.
-Σε βλέπουμε κάμποσο καιρό να βολτάρεις πάνω-κάτω εδώ, στη γειτονιά μας, συνέχισε ο μικρός Παναγιωτάκης. Είσαι… κάπως αμίλητος... μα η θεία λέει πως δεν πρέπει να σε φοβάμαι αφού δεν παραμιλάς, όπως κάνουν μερικοί εδώ γύρω τα Σαββατοκύριακα, γι’ αυτό και δεν μ’ αφήνει μόνο μου, εδώ.

Ο μικρός, έκανε ακόμη δυο βήματα. -Να, γυρίστε το κεφάλι σας και κοιτάξτε εκεί πάνω. Την βλέπεις; Όταν δεν έχει κόσμο στην «ακτή», μένει ακουμπισμένη στο παράθυρο, για να με παρακολουθεί.
Ο μικρός, περήφανος που θυμόταν να μιλάει και στον «πληθυντικό», τον πλησίασε. Με όσους τους νόμιζε γνωστούς –άρα φίλους του!- προτιμούσε τον «ενικό».

-Ξέρεις; Σε είδαμε κάποια μέρα που έκλαιγες και προσπαθούσες να σκουπίσεις τα μάτια σου, για να μη σας δούμε. Η θεία μου λέει πως και οι μεγάλοι άνδρες κλαίνε, μα η δασκάλα μου, η Μίσες Αντωνία, μας λέει πως τα αγόρια είναι σαν τους μεγάλους άνδρες, και δεν πρέπει να κλαίνε ούτε μέσα στην αίθουσα, ούτε στην αυλή του σχολείου…
Ο μικρός Παναγιώτης είχε πλησιάσει το μοναδικό πράσινο παγκάκι στη λίγη άπλα της ποταμίσιας ακτής, όπου τελευταία καθόταν πιο συχνά ο άγνωστος άνδρας, και με την αθώα περιέργεια του τον περιεργαζόταν.

-Σίγουρα κάτι σας συμβαίνει. Ενώ με ακούτε, δεν μου απαντάτε... Δεν κάνει και πολύ ζέστη! … και σεις φαίνεστε κάπως ιδρωμένος...
θέλετε να φωνάξω τη θεία μου;

Ο άγνωστος, πήρε μια δυο βαθιές ανάσες. Σήκωσε το δεξί χέρι να σκουπίσει τις χοντρές στάλες ιδρώτα από το μέτωπο του, και μετά βίας ψέλλισε ένα “ευχαριστώ”.
Ο μικρός, ευχαριστημένος που πήρε τελικά μια απάντηση, κοίταξε την θεία του, της έκανε ένα νόημα με το χέρι και κάθισε στο λίγο κενό που υπήρχε στο παγκάκι. Θαρρετά, αυτοσυστήθηκε.

–Με λένε Πίτερ, Παναγιωτάκη, είπε. Μα, με σας, αφού δεν έχουμε μιλήσει, δεν ξέρουμε πως σας λένε.
–Πίτερ, απάντησε, με δυσκολία, ο άγνωστος..
-Θέλεις να πεις πως έχουμε το ίδιο όνομα; Τότε, θα σε φωνάζω Μίστερ Πίτερ, και μπορείς να μ’ εμπιστεύεσαι, είπε καταχαρούμενος.Τώρα, μπορείς να μου πεις τί έπαθες; Μήπως θέλεις να σου φέρει λίγο νερό, η θεία μου; είναι καλή γυναίκα.
–Όχι, κάποια ζαλάδα μ’ έπιασε και δεν μπορούσα να ανασάνω. Τώρα είμαι καλύτερα. Οι λέξεις του άνδρα έβγαιναν με κόπο. Αλλά ο μικρός, λαλίστατος!
-Έτσι έπιασε και τον θείο μου, όταν εγώ ήμουν μικρός! Φοβήθηκε, και δεν ήθελε να το πει ούτε στη θεία μου, ούτε στη μαμά μου… Όμως, αφού δεν πήγε στο γιατρό αμέσως, μετά από λίγες μέρες, πάει, πέθανε!
Χαμογέλασε αδιόρατα, ο Μίστερ Πίτερ.

Γρήγορος ο κύκλος της ζωής του, τώρα πέρναγε από τα μισόκλειστα μάτια του.
… Πριν ενάμισι μήνα, είχε βρει ένα μικρό ημιυπόγειο στο τελευταίο απόμακρο σπίτι, κοντά στην καμπύλη του δρόμου και αποφάσισε να το νοικιάσει. Όχι βέβαια για την τιμή, διότι του «έπεφτε» λίγο ακριβό, μα άξιζε. Βλέπεις και η γειτονιά ήταν καλή και το κυριότερο ήταν κοντά στο ασίγαστο ποτάμι που μοσχομύριζε θαλασσόνερο. Ήταν ο περίφημος Ανατολικός Ποταμός, ο «Ηστ Ρίβερ» όπως τον έλεγαν συνήθως οι αλλοδαποί, με τα αμέτρητα γλαροπούλια και τις τολμηρές χρυσοπράσινες πάπιες.
Η παραπανίσια γοητεία του ποταμού ήταν τ’ ακατάπαυστα διπλά ρεύματα, το μισό να πηγαίνει και το άλλο μισό να έρχεται. Και τα δύο μαζί, ένα πλατύ υδάτινο σώμα που πολλές φορές παρατηρούσες με δέος τις ρουφήχτρες του, ιδίως στις ώρες του ξέφρενου βοριά.
Σαν αργοχυνόταν πέρα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, αναδευόταν και στροβίλιζε την μυρωδιά του θαλασσόνερου κατά μήκος και πέρα από τις ακτές του.

Ταραγμένο το μυαλό του σπαρτάρισε, σαν γοργοπέταξε μακριά, στις Σοφάδες. Τότε, που όταν ήταν μικρός, η μόνη γνώριμη «θάλασσα» που ήξερε, ήταν η απέραντη κοιλάδα της Θεσσαλίας. Άλλοτε σαν λικνιστή, χρυσόλουστη λίμνη των σιταριών, άλλοτε παρθένα νύφη με μια πελώρια, ολόλευκη αγκαλιά, γεμάτη από τα ανθισμένα βαμβάκια. Όσο για το χρώμα της θάλασσας, τότε, την ήξερε από τις ζωγραφιές των βιβλίων πώς έμοιαζε ολόιδια στο χρώμα του ουρανού. Όσο αγαπούσε τον ουρανό που πότιζε και δρόσιζε τη Θεσσαλική πεδιάδα «του» άλλο τόσο αγαπούσε την άγνωστη, μαγεύτρα θάλασσα και καμιά δροσάτη καραγκούνα δεν παράβγαινε με την ομορφιά που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του.
΄Ετσι, λοιπόν, όταν ένας καλός συγγενής του, που δούλευε στο Μπρέμενχάβεν της Γερμανίας, τον πήρε μαζί του “για ένα καλύτερο αύριο” εκείνος, αθεράπευτα γοητευμένος με το όνειρο της θάλασσας, φρόντισε και μπαρκάρισε μούτσος στο επιβατικό “ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ” - που έκανε δρομολόγια Γερμανία-Αμερική.
Ο αιώνιος Οδυσσέας, μέσα του, θέριευε, ειδικά τις νύχτες που συνομιλούσε με τον άνεμο… κι αυτός, θαρρείς του ψιθύριζε ελκυστικές κι αλλόκοτες ιστορίες, στις ξάγρυπνες νύχτες των αστεριών.
Άλλη όμως η θάλασσα των σιταριών και των βαμβακιών, κι άλλη εκείνη που απλωνόταν, γραφική κι επικίνδυνη, γύρω στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Αποφασισμένος, “τόσκασε” νύχτα και κρυβόταν για καιρό στα ψαράδικα της προκυμαίας.
Μισή απ’ τη ζωή του την σπατάλησε για να αποκτήσει την πολύτιμη κάρτα της παραμονής -για να μη τρέμει η ψυχή του σαν έβλεπε άνθρωπο να τον κοιτάζει δυο φορές ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε-
και την άλλη μισή, για να μαζέψει λίγο χρήμα να βοηθήσει τη μοναδική αδερφή του να χτίσουν στο χωριό ένα σπιτικό με τον άντρα της.
Πέρασε όλα τα χρόνια του ονείρου, σαν φυλακισμένος δουλεύοντας έξι μέρες σ’ εργοστάσιο αυτοκινήτων
συσκευάζοντας χερούλια για πόρτες. Ίδιες ώρες, ίδιες κινήσεις, λες κ’ ήταν ανθρώπινο ρομπότ.

Μόνη του πολυτέλεια, ήταν να κατεβαίνει στο κατηφοράκι και να ονειροπολεί τις Κυριακές, λίγο πιο κάτω από την επιβλητική γέφυρα του Βερενζάνο. Που και που, τα βραδάκια, ψάρευε με το καλάμι, δίχως να κρατάει τα ψάρια που έπιανε, διότι θεωρούνται μολυσμένα. (Αυτά, χαζούλικα, έχοντας χάσει το δρόμο τους, ξεμάκραιναν απ’ τον απέραντο Ατλαντικό κι ακολουθούσαν το πλατύ ποτάμι, ανυποψίαστα ότι αυτό. πέρα, στο βάθος, πάλι θα συναντούσε τον ωκεανό τους.)
Με τις δύο συντάξεις του, μία την κανονική και μια του «γιουνίου» -όπως έλεγαν την Ένωση-, είχε τώρα ένα σταθερό μηνιάτικο που θα μπορούσε να τον αποζημιώσει για τα μονότονα, σχεδόν φυλακισμένα χρόνια του, όταν θα γύριζε στη πατρίδα. Όμως, όταν του παρουσιάστηκε κάποια μικρή ενόχληση στο μυοκάρδιο, ήξερε πως έπρεπε να μείνει εδώ, που ήταν στα “καλά χέρια” των γιατρών, έστω κι αν δεν είχε κανέναν "δικό του, για να τον κοιτάξει".
Με την αγάπη, δεν τα κατάφερνε καλά, γι’ αυτό και δεν αποφάσισε ποτέ του να παντρευτεί.
Μπορεί να ήταν και η τύχη του, ποιος ξέρει…
Ίσως έτσι, να ήταν καλύτερα. Θεωρούσε πως είχε το κεφάλι του ήσυχο. Τόσοι φίλοι γύρω του, ήταν χωρισμένοι ή διπλο-παντρεμένοι. Αυτός, δεν ήταν γι’ αυτά, ή κάπως έτσι πίστευε.

Αλλά τώρα είχε αρχίσει και φοβόταν. Εκείνο το σφίξιμο, εκείνες οι ταχυπαλμίες, γινόντουσαν όλο και πιο συχνές.
-Να πας στο γιατρό, ασφάλεια έχεις και καλή μάλιστα! του είχε πει ένας φίλος που δούλευαν μαζί. Μπορεί να σ’ έχει πιάσει άγχος, ή … να στενοχωριέσαι που ...τώρα κάθεσαι. Περίμενε λίγο καιρό, τελειώνω κι εγώ, και μετά, θα τα λέμε μαζί.

Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που κατέβαινε σ’ αυτή την αποκλεισμένη γωνιά, δίπλα στο ποτάμι. Αγαπούσε τον Σεπτέμβρη που την είχε ντύσει χρυσόφυλλα από τα πλατάνια που φυτρώνουν και θεριεύουν κοντά στο νερό, μάλιστα ένας ήμερος, ξαπλωμένος κισσός, της ροδοκοκκίνιζε την «ποδιά» (όπως έλεγε την στενόμακρη λωρίδα) και τον φράχτη.
Αν μπορούσε, θα έφερνε κρυφά κάμποσες πικροδάφνες και σπάρτα για να του θυμίζουν τον τόπο του, μα και αν τα κατάφερνε να τα «περάσει», πάλι δεν θα μπορούσε να τα φυτέψει στην ακροποταμιά.
Βλέπεις, δεν αντέχουν στον καυτερό χειμώνα με χιόνια και πάγους, και με το βοριά που σπαθίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Η αλήθεια είναι πως και στις άλλες εποχές, τις πιο πολλές μέρες την χτύπαγε ο αγέρας, μα έλπιζε τα μελλοντικά καλοκαίρια του να ήταν πιο ξεκούραστα, πιο όμορφα.
-Αν θα ζω, μέχρι τότε, μουρμούρισε ζαλισμένος για καλά.
-Μίστερ Πίτερ, φαίνεσαι πολύ χάλια. Έχεις γίνει κάτασπρος!
Ο μικρός σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο στόμα σαν χωνί.
-Θείαααα, φώναξε με όλη του τη δύναμη, φέρε λίγο νερό! Έλα γρήγορα εδώ! Πήρε κι άλλη βαθιά ανάσα και φώναξε:
-Ο Μίστερ Πίτερ μοιάζει πως θα πέσει κάτω!
Έλα, έλα γρήγορα!
Η φωνή του μικρού ερχόταν στα αυτιά του Μίστερ Πίτερ, λες κι από μίλια μακριά. Η τεράστια γέφυρα άρχισε να γυρίζει σαν πελώρια σβούρα που νόμιζε πως θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Ο ουρανός γινόταν Θεσσαλική πεδιάδα και τα συννεφάκια φτερούγες μαλακές από ξασμένο βαμβάκι που τον σήκωναν ψηλά. Ενστικτωδώς, ξεκούμπωσε το γιακά του ποκάμισού του, και, βγάζοντας από την τσέπη της ζακέτας το πορτοφόλι, το έδωσε στον μικρό του συνονόματο.
-Δώστο στη θεία σου, είπε με δυσκολία κι έγειρε χωρίς πνοή πάνω στο πράσινο παγκάκι.

Όταν συνήλθε, μερικές ώρες αργότερα, κι είδε την ασπροντυμένη νοσοκόμα πλάι του, νόμισε πως ήταν στον άλλο κόσμο. Ενώ ο θολωμένος νους του αναζητούσε χαμογελαστούς αγγέλους με πουπουλένια φτερά να πετούν σ’ ένα φως υπέρκοσμο και να του γνέφουν με αγάπη, τα μάτια του καρφώθηκαν στο γελαστό προσωπάκι του μικρού Πίτερ. Αυθόρμητα άπλωσε το μουδιασμένο χέρι του και τρυφερά τ’ ακούμπησε στον ώμο του παιδιού.
–Σ’ ευχαριστώ πολύ, του είπε, με φωνή ευγνωμοσύνης.
Ο μικρός, γέλασε ευχαριστημένος.
-Σου το είπα, πως αν δεν πας στον γιατρό, θα πεθάνεις σαν τον θείο μου.
Γρήγορη και φανερά αυστηρή ακούστηκε η φωνή της θείας.
–Πίτερ, πρέπει να προσέχεις πως μιλάς σε ξένο άνθρωπο, ιδίως όταν είναι άρρωστος! είπε και πλησιάζοντας στο προσκέφαλο, έβαλε στοργικά το χέρι της στον ώμο του χλομού άνδρα.
–Μας φοβίσατε πολύ, μα όλα θα πάνε καλά, του είπε μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
Όμως, ποιος κρατούσε πίσω την γλώσσα του μικρού!

- Μίστερ Πίτερ, αυτή είναι η θεία μου, αυτή που σου έδειξα στο παράθυρο, θυμάσαι;
Το όνομά της είναι Μάρθα. Τώρα που εμείς σας σώσαμε την ζωή, θα είστε κάτω την προστασία μας.
Έτσι έκαναν και οι γονείς μου μ’ ένα τραυματισμένο γατάκι… το πήγαν στο γιατρό, το έκαναν καλά και τώρα το έχουμε εμείς.
Ξέρεις, την άλλη εβδομάδα, θα γυρίσουν οι γονείς μου από την Ελλάδα. Πήγαν να δουν την άλλη γιαγιά μου. Μα πρέπει να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ!
Η θεία, προσπάθησε ν΄ αναχαιτίσει τον μικρό ανιψιό της, σκεπάζοντας με τη παλάμη της το στόμα του.
-Δεν θα του πεις όλη την ιστορία μας… άφησε τον κύριο Πίτερ να ηρεμήσει… Όταν τον αφήσουν οι γιατροί, θα γνωριστούμε καλύτερα…
-Θεία! Μπορούμε να τον καλέσουμε τα Χριστούγεννα στο τραπέζι μας; Αφού λείπει ο παππούς στην Ελλάδα, θα τον ντύσουμε Σάντα!!!
-Αχ! Πίτερ! …θα τα βρούμε… άσε να γίνει καλά ο κύριος… Μην τον στενοχωρείς!

Πλατύ και σίγουρο το χαμόγελο του «Μίστερ Πίτερ», τώρα. Η θεία-Μάρθα χαμογελούσε σαν Παναγιά κι ο μικρός Πίτερ ήταν για αυτόν πρωτόγνωρη γλύκα.
Ανασηκώθηκε, με μια κρυφή ελπίδα μέσα του. Ο κόσμος του, δεν θα ήταν μοναχικός πλέον.
Το διαισθανόταν, το διάβαζε στα μάτια και των δύο.
-Αφήστε τον, δεν με στενοχωρεί, … είπε γελαστά.

Απλώς, είναι ένας μικρός μεγάλος άνδρας...

*****************************************
*** Αγαπημένοι μου,
μετά τις τόσες ταλαιπωρίες -που δεν τέλειωσαν-
με το νέο σύστημα στο κομπιούτερ...
σκέφτηκα να σας βάλω ένα διήγημά μου, για ... αλλαγή!

Χίλιες ΕΥΧΕΣ σε όλους όσους γιορτάζουν,
κουράγιο σε κείνους που έχασαν αγαπημένο πρόσωπο που μας πόνεσε ιδιαίτερα,
Φιλιά κι Αγάπη στα παιδιά,
όλα τα παιδιά,
και με την σκέψη μου σε όλους σας,
προσωρινά σας αφήνω.

Πάντα με την αγάπη,
Υιώτα

Αναρτήθηκε από την Αστοριανή στις 7:56 μ.μ.
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!
Μοιραστείτε το στο Twitter
Μοιραστείτε το στο Facebook

20 σχόλια: ...

(τότε, ...πολύ ενδιαφέροντα !!! θα τα διαβάσετε στην "αστοριανή"= astoriani.blogspot.com Ευχαριστώ!)

( 1. Σημείωση. Αυτό το διήγημα, το "ανακάλυψε το Φεις !!! -όπως και το "Γιαγιά Αντιγόνη" !!! !!! !!! και σας το παρουσιάζω !!!

2. Το μελανοδοχείο το ζωγράφισα όταν τυχαία, βρήκα ένα φτερό... )