ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΙΛΙΑ
(Εισβολή,19 Ιουλίου 1974)
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας, Ταξιδεύοντας, 2019)
Διήγημα από την ανέκδοτη συλλογή:
ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Συνηθισμένη και ταυτόχρονα αγαπημένη, η βόλτα στο «Πάρκο του Σωκράτη», τα βραδάκια, ιδίως τις Κυριακές. Όποιος έχει γεννηθεί κοντά στη θάλασσα και στην ενήλικη ζωή του την στερείται, το πάρκο, που λούζει τη βορεινή του ακτή ο Ανατολικός ποταμός, (ο «΄Ηστ Ρίβερ της Αστόριας») είναι η ιδανική εναλλαγή.
Σαράντα και χρόνια πριν, η ιδέα του πάρκου δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Ήταν ένα βουνό από σκουπίδια, συλλογή θαρρείς από ρόδες αυτοκινήτων, με διάφορα άχρηστα οικοδομικά υλικά, μ’ ένα σκληρό γρασίδι κι αγριόθαμνους που τα συντηρούσε η εκάστοτε βροχή κι η υγρασία του ποταμού, με κρυφές φωλιές αρουραίων και κουναβιών, και με κάτι κουνούπια -μεγάλα σαν μικρά «αεροπλάνα»- να δεσπόζουν με το βουητό τους στον ανοιχτό χώρο...
Παράλληλα με τον Ήστ Ρίβερ, ήταν το Βέρνον Μπούλεβαρντ, δρόμος για τους οδηγούς που τρέχουν να προφτάσουν -άραγε τί; Μου έχει μείνει ένα «κουσούρι στην μέση μου» από μια νοσοκόμα που έτρεχε σαν δαιμονισμένη ενώ εγώ ήμουν μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο, πλάι στην υδραντλία…
Κατά μάκρος του Μπουλεβάρτου, δεξιά, ήταν οι πολυκατοικίες με τα χαμηλά ενοίκια. Πού και πού μερικές παλαιές ξύλινες μονοκατοικίες, με δυο-τρία μαγαζιά-ντέλι για ένα καφέ, αβγά τηγανιτά, σόδα και «σάντουιτς» αρκετά και οικονομικά για όσους εργάζονταν εκεί γύρω, κυρίως έγχρωμοι και ισπανόφωνοι που αναζητούν μεροκάματο. Ένα μικρό εργοστάσιο επιδιορθώσεων αυτοκινήτων, στη γωνία του Βέρνον και της Λεωφόρου Μπρόντγουέι είχε τους μοναδικούς ΄Ελληνες, για την περιοχή. Ιδιοκτήτης, ο κυρ-Μαθιός, ένα καλοσυνάτος άνθρωπος, γνωστός για την γενναιοδωρία του σ’ όλη την περιοχή. Μιας και το γραφείο με την αποθήκη ηλεκτρικών υλικών του άνδρα μου, ήταν πέντε λεπτά πιο κάτω, φυσικό ήταν να γνωριζόμαστε με τον κυρ-Μαθιό και να τα λέμε...
Εκεί φύτρωσε και η ιδέα να καθαριστεί ο χώρος, και να ζητήσουν από το ανάλογο γραφείο της Νομαρχίας άδεια ενοικιάσεως του χώρου με προοπτική πάρκου για να εκθέτουν τα δημιουργήματά τους οι επίδοξοι Νεο-Υορκέζοι και μη, καλλιτέχνες.
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας. Καθεδρικός. 2018)
Ο χώρος αυτός, σε γοήτευε με την πανέμορφη θέα του ανατολικού ποταμού κυριολεκτικά στα πόδια του, τον ονομαστό Ήστ Ρίβερ. Είναι το ιστορικό παρακλάδι που ανοίγει ο Χιούστον, θαρρείς μια θάλασσα με όχθες που αντανακλούσε στα νερένια στήθη του την απαράμιλλη πόλη της Νέας Υόρκης. Επί πλέον, τα αμφίρροπα νερά του , είναι μοναδικό μοίρασμα νερών στα δύο, με το ένα μισό να κινείται προς την πόλη Νέα Υόρκη και το άλλο μισό να κυλάει αντίθετα για τον Ατλαντικό Ωκεανό. Αμέτρητα τα ανήσυχα γλαροπούλια, οι χρυσόφτερες πάπιες, ως και τα διαφόρων μεγεθών ιστιοφόρα... Μαζί με τα γραφικά «βαρκόπουλα», όλα αυτά ήταν αρκετό για να χαλαρώνουν τον νου για να συνταξιδεύει με τα πτερωτά που βουτούσαν κάθετα για τρομαγμένα ψάρια. Ο χώρος, λοιπόν, αυτός, έγινε η ψυχή του πάρκου που έξυπνα ονομάστηκε «Πάρκο του Σωκράτη»...
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας: EAST RIVER, NY)
Εκεί πρωτο-συναντήσαμε την Σίλια. την μόνιμη επισκέπτρια του Πάρκου. Μάθαμε το όνομα από ένα νεαρό που ίδρωνε να σκάβει και να παραμερίζει τις πέτρες για να φυτέψουν ένα σακί βολβούς τουλίπες που τους χάρισε το «Χομ-Ντίποτ».
Η Σίλια, ήταν πάντα καθισμένη στην ίδια θέση, πάνω σε ένα βράχο σχεδόν επίπεδο, στα δεξιά άκρη του Πάρκου. μ’ ένα κοντό κιτρινάκι φόρεμα και τα κατάξανθα κυματιστά μαλλιά απλωμένα στους συριστικούς ανέμους. Ένα τετράδιο σκίτσων με ένα μισοτελειωμένο μολύβι, αναπαύονταν στα γόνατά της. Ένα πατικωμένο στρογγυλό βυσσινί μαξιλάρι μείωνε το άβολο κάθισμα πάνω στον βράχο. Την έβλεπες ότι σκεφτόταν, κοιτάζοντας συνεχώς βαθιά στον ορίζοντα...
Δεν ήταν η πρώτη φορά που την συναντούσαμε εκεί, καθισμένη στην ίδια θέση, με την πλάτη γυρισμένη στον ό,ποιο επισκέπτη του Πάρκου. Είχε τα στρογγυλά γόνατα ενωμένα, oι μακριές γάμπες της ήταν θαρρείς δίδυμες λευκές ιωνικές κολώνες, τα παπούτσια δίπλα, και τις μύτες των ποδιών περίεργα γυρισμένες προς τα μέσα...
Ο Δημήτρης συχνά είχε προσπαθήσει να με κάνει να της μιλήσω, μα εκείνη η ίδια πάντα στάση, εκείνο το ανέκφραστο πρόσωπο με το πηγούνι σχεδόν στον αέρα, ήταν σαν να μου έκοβε τα φτερά.. και -πιστέψτε με- συνήθως πρώτη αρχίζω δήθεν, με μια απλή συζήτηση, όταν θέλω να πλησιάσω κάποιον. Περπάτησα προς το μέρος της…
–Σε βλέπω, δεν θα «γλυτώσει» η κοπέλα, μου είπε πειραχτικά, ...κι εγώ, θα πάω να φέρω νερό από τη γωνία, να σου δώσω λίγο καιρό...
Πλησίασα κάπως συνεσταλμένα κι άρχισα να της μιλώ στην αγγλική. –Πολλές φορές σας έχω δει σ’ αυτό τον βράχο... δεν θέλω να σας ενοχλήσω... μα εκείνο που με κάνει να απορώ περισσότερο, δεν είναι το ότι κάθεστε πάντα σ’ αυτό το βραχάκι, ενώ έχει εδώ κοντά και τα πέτρινα καθίσματα... είναι που αυτό το ρηχό πηγάδι, ακριβώς πλάι σας, έχει γεμίσει παλιόξυλα και σάπια χόρτα από την ρουφήχτρα του ποταμού, εστία κουνουπιών… Την άλλη φορά μάλιστα, είχαμε δει κάτι θρεμμένα ποντίκια, τόσο σιχαμερά, που έτριξαν τα δόντια μου... Ξέρεις, το μαγαζί του άνδρα μου, Δημήτρη τον λένε, δεν είναι μακριά από ’δώ... όπου-νάνε, θα γυρίσει.. πήγε να πάρει δυο μπουκάλια νερό...
-Τον ξέρω... απάντησε, κοιτάζοντάς με στα γρήγορα, ήταν φίλος του κυρ-Μάθιου...
Δεν είχα καταλάβει ότι μου απάντησε στην ελληνική, και σχεδόν βιαστικά την ξαναρώτησα
-Μα, έχει πεθάνει τρία-τέσσερα χρόνια πριν... πώς τον ξέρατε; Είστε συγγενείς; Ποτέ δεν μας μίλησε για σένα... ήταν θείος σας;
-Θετός πατέρας μου ήταν! Σας έχω δει που με κοιτάτε κάθε φορά που συναντιώμαστε εδώ, και σας ευχαριστώ που δεν είστε περίεργοι...
-Είμαστε! Και οι δύο! Είπα βιαστικά και δάγκωσα την γλώσσα μου! –Συγγνώμη, δεν το εννοούσα όπως ακούστηκε! Συνέχισε, σε παρακαλώ ...
-Μη νοιάζεστε, ξέρω για σας από τον Μάθιου, μα δεν ήθελα να κάνω εγώ την αρχή... «-…όταν τους χρειαστείς, θα σε βοηθήσουν...» μου είχε πει, μα δεν χρειάζομαι τίποτα.
Δυσκολευόταν, πράγματι να μιλήσει, να εκφράσει κάτι περισσότερο. Η φωνή της, ήταν χαμηλή, σαν να τραύλιζε. Μπορεί επειδή θέλει να τα πει στα ελληνικά, ίσως για να μην ακούει κάποιος από εδώ γύρω..., σκέφτηκα και ρώτησα:
-Αν θέλεις, μου απαντάς στην αγγλική. Γρήγορα με διέκοψε: -Δεν είναι αυτός ο λόγος. Για χρόνια, δεν μιλούσα καθόλου... μόνο με νοήματα... κι ένα «ναι» ή «όχι»...
–Ναι, μα καταλαβαίνεις και μιλάς και τις δυο γλώσσες... Τί σου συνέβη; Θέλεις να μας μιλήσεις; Αφού λες ότι μας ξέρεις και σου έχει μιλήσει κι ο κυρ-Μάθιου, μπορείς να μας εμπιστευθείς... δεν λέω ότι θα καταφέρουμε πολλά, μα πού ξέρεις, μπορεί να βοηθήσουμε σε κάτι... όμως, σε πειράζει αν φύγουμε λίγο μακρύτερα απ’ αυτό το μαύρο πηγάδι, κάπως με κάνει ν’ ανατριχιάζω... Το θυμάμαι από τότε όπου «επίδοξοι καλλιτέχνες» ήθελαν να φτιάξουν ένα «ζωντανό» γλυπτό στην όχθη, μα τους νίκησε το νερό του ποταμού... καμιά φορά νεαρούδια έρχονται και πετάνε πέτρες, και φοβίζουν κάτι βατράχια που έχουν συνηθίσει ν’ αρπάζουν τα παραπλανημένα ψαράκια...
-…τα έχω δει, χαζεύω μαζί τους, είπε η Σίλια χαμογελώντας ...
(Φωτογραφία Υιώτας 2010)
–Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι; Τόλμησε κι ο άνδρας μου. -Πώς τα καταφέρνεις, μόνη σου, διότι σε βλέπω συχνά εδώ, άρα δεν δουλεύεις κάπου… πώς ζεις, εννοώ...
Τον κοίταξα έκπληκτη. -Τζίμη, αν θέλει η κοπέλα, θα μας πει... μη την πιέζουμε!
- Εσείς οι δυο, μιλάτε τόση ώρα, κι εγώ... μα, τί είπα ο άνθρωπος! Είναι βασικές ερωτήσεις... και τον Μάθιου τον γνώριζα χρόοονια!
-Ακούστε: Με λένε Σίλια... Βασιλική... έχω το όνομα της γιαγιάς μου... ήταν χρόνια πολλά πριν, στο Κάιρο... ξέρετε πού είναι;
Βροχή ακολούθησαν οι ερωτήσεις, δίχως δεύτερη σκέψη ότι μπορεί να είμαστε πραγματικά ενοχλητικοί! Μα, μας είπε ότι κι αυτή ήθελε να μας μιλήσει!, καλά την κατάλαβα!
Θαρρετά συνέχισε η Σίλια: Από την Αίγυπτο είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο, η γιαγιά, κι οι γονείς μου, με το πρωτογιό τους, το Μιχαλάκη! Είχαν αγοράσει ένα βολικό σπίτι στο Συχαρί, στη ράχη του Πενταδάκτυλου, κοντά στα τρία στρατόπεδα, σε καλή τιμή. Ο πατέρας, άνοιξε ένα κατάστημα ρούχων στην άκρη της Κερύνειας και πηγαινορχόταν κάθε μέρα, καλόβολος κι αγαπητός. Η Γιαγιά, άφησε την ευχή της στον αγαπημένο της εγγονό, τον Μιχαλάκη… Πέθανε νωρίς... Η μάνα μου, λες κι ήταν τάμα, μετά από λίγο καιρό, γέννησε εμένα. Με βάφτισαν Σίλια
-‘Ησουν ένα χιονάτο κορίτσι που μεγάλωνε και ψήλωνε, λες και το τραβούσες από τα μαλλιά. Μου έλεγε καμαρώνοντας… κι εμένα, μου άρεσε τόσο πολύ να μου το λέει πολλές φορές… Ακριβώς τέσσερα χρόνια μας χώριζαν τα δυο αδέλφια, που έτυχε να έχουμε τα ίδια γενέθλια... «...δεκαεννιά του Ιούλη το 1962 γεννήθηκα...» είπε η Σίλια και σαν τρένο ταχείας έλεγε, έλεγε, δίχως να σταματάει για μια κάποια ανάσα...
Μας είπε για την τεράστια συκιά που συνόρευε με την πίσω αυλή του Σέην, -του ορφανού από πατέρα συνομήλικου φίλου του αδελφού της... μας περιέγραψε την τετράγωνη «κρεβάτα» -ένα είδος μπαλκονάκι με σανίδες στερεωμένες πάνω στα ανοιχτά μπράτσα της συκιάς, καταφύγιο για τις καυτές μέρες του καλοκαιριού… μας είπε για τη φορητή ξύλινη σκάλα που ανεβοκατέβαιναν στο διπλανό ξεροπήγαδο όταν έπαιζαν, ή για να φτάσουν τη μπάλα που έπεφτε μέσα όταν η ...κλωτσιά των αγοριών ήταν δυνατότερη κι άστοχη,... -γι΄αυτό μου αρέσει τούτο το πηγάδι. Μου θυμίζει το άλλο… Μας είπε για τον ξύλινο φράχτη που του είχαν κάνει μια τρύπα αρκετά μεγάλη να περνοδιαβαίνουν οι δυο φίλοι μετά από το σχολείο και να τα λένε...
΄Οταν η Σίλια άρχισε να θυμάται, οι μνήμες της ανακατεύονταν τόσο που μερικές φορές αγωνιζόμαστε να παρακολουθήσουμε το τί μας έλεγε, βιαστική όπως ήταν να μοιραστεί τα παιδικά της χρόνια μαζί μας... Ήξερα ότι αυτή η πλημμύρα θα έπρεπε να τελειώσει κάπου, να φτάσει στην έξοδο που εκείνη ήθελε, αφού δεν μας άφηνε περιθώριο να ρωτήσουμε για κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες.
(Φωτογραφία Υιώτας, ασημένιο φεγγάρι, 2012)
Το ηλιοβασίλεμα στην όχθη του Ήστ Ρίβερ, κραύγαζε από ομορφιά. Γλαροπούλια κι αγριόπαπιες έριχναν κάθετες βουτιές στο νερό, θρυμματίζοντας τις πολύχρωμες φιγούρες που αντανακλούσαν την απέναντι πολύβουη πόλη της Νέας Υόρκης. Τα φορτηγά, τα γιωτ, τα ιδιόκτητα πλοιάρια, ανεβοκατέβαιναν με την δίκοπη ανάσα του ποταμού… Τα κουνούπια όμως, άρχιζαν να μας τριγυρίζουν, και η παρουσία μας σ’ εκείνη την άκρη, ήταν ότι το καλύτερο γι΄αυτά...
–Σίλια, ξέρεις, είμαι αλλεργική στα τσιμπήματα των κουνουπιών, θα ήθελες να τα πούμε κάποια άλλη μέρα, ή έστω κι αύριο το απόγευμα, κάπως νωρίτερα...
Αυτή, ξεδίπλωσε τα λευκά, μακριά πόδια, φόρεσε τα πέδιλα, έβαλε το τετράδιο παραμάσχαλα, σήκωσε το μαξιλάρι και πρόσφερε το χέρι να την βοηθήσουμε να σηκωθεί από την θέση της. Με μια παιδική θαρρείς ευτυχία που φώτιζε το πρόσωπό της, συμφώνησε χαμογελώντας.-Ναι, θ’ αγοράσω και μπισκότα, να σας κεράσω!
Σφίχτηκα στο μπράτσο του άνδρα μου, άφωνη. Διαισθανόμαστε ότι η μεγαλο-κοπέλα αυτή με το κοντό κιτρινάκι φόρεμα, ήθελε κάτι περισσότερο από μια επικοινωνία. Αφήσαμε τη βραδιά να κυλήσει δίχως πολλά σχόλια, αναμεταξύ μας. Η αυριανή μέρα δεν ήταν πολύ μακριά.
Αυτή τη φορά, η Σίλια είχε φέρει μαζί της κάτι κιτρινισμένα χαρτιά. Τ’ άπλωσε στο τσιμεντένιο παγκάκι, κι η έκπληξή μας ήταν ότι ήταν μια εξαιρετική αυτοδίδακτη σκιτσογράφος.
–...δεν τα έχω δείξει σε κανένα, ούτε και στο Μάθιου, μας είπε.
–Μα, για στάσου, καλή μου, ΠΩΣ τα κατάφερες να ζεις όλα αυτά τα χρόνια; ... δίχως εργασία... δίχως επικοινωνία... κι ο Μάθιου; Πως έκρυβε έναν ολόκληρο άνθρωπο, και μάλιστα μια τόσο όμορφη κοπέλα; ρώτησε ο Δημήτρης.
Το πρόσωπό της συννέφιασε.
-...θα φτάσω κι εκεί... μη βιάζεσαι! Πρέπει να σου εξηγήσω πώς έφτασα εδώ και πώς γνώρισα τον Μάθιου! ... Πρώτα, κοιτάξτε εδώ: αυτά τα σκίτσα είναι οι φωτογραφίες που ποτέ μου δεν πήρα μαζί μου, όταν ξετρελαμένη έφυγα από το νησί! Αυτοί, είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Η γιαγιά, όπως την θυμόμουν, ο πατέρας, η μάνα μου -που πέθανε κι αυτή όταν ήμουν δέκα χρονών, ο αδελφούλης μου... εκεί, η φωνή της κόπηκε. Μετά από δυο λυγμούς, άρχισε να κλαίει, να μισο-καταπίνει τις λέξεις... να σκουπίζει τα δάκρυα...να ξανα-αρχίζει.
Ο άνδρας μου, δεν άντεχε κι έφυγε. -...θα γυρίσω σε λίγο, μου είπε, όταν ηρεμήσω...
Η Σίλια, κρατώντας το χέρι που της πρόσφερα για συμπαράσταση, συνέχισε το πικρό ξετύλιγμα των αναμνήσεων...
-Μετά από το θάνατο της μαμάς μου, η μόνη μου παρέα ήταν ο Μιχαλάκης κι ο Σέην, το «τουρκάκι μας». Ανέβαινα στη κρεβάτα της συκιάς, δραπετεύοντας από τον κόσμο. Ο βαρύς της ίσκιος δεν με πείραζε. Άπλωνα τα βιβλία μου, κι έψαχνα με το νου πού θα μπορούσα να πάω, να φύγω μακριά... αυτός ο τόπος ήταν στη καρδιά μου, μα στο βάθος του μυαλού μου, είχαν ριζώσει οι αναστεναγμοί και οι ιστορίες της γιαγιάς...
Πήρε βαθιά ανάσα και ανα-κάθισε. Ένιωθα την υπερένταση από το σφίξιμο του κορμιού της… Η Σίλια ξαναζούσε το παρελθόν…
Ήταν Παρασκευή απόγευμα,19 του Ιούλη του .74 ... μόλις λίγες ώρες μετά τα γενέθλιά μας με τον αδελφούλη μου... έτσι άδοξα, πέρασαν και τούτα τα γενέθλια... Ο πατέρας, τρομερά ανήσυχος, δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ... πριν ξημερώσει, έφυγε για την Κερύνεια... α! Η Κερύνεια! Πόσα είχα μάθει γι΄αυτήν την αδελφή-πόλη! Πήρα βραβείο για μια εργασία που έκανα στο σχολείο πριν τελειώσει η χρονιά... κι εγώ, εκείνη τη μέρα, μαζεύοντας σύκα σ’ ένα μεγάλο καλάθι... θα έδινα κάμποσα στη μάνα του Σέην, που ήταν πάντα ευγενική μα λιγομίλητη, και τ’ άλλα θα τα πήγαινε ο πατέρας στο μαγαζί, για τους φίλους και τους πελάτες του, που τελευταία δεν αγόραζαν τίποτα...
Θυμάμαι, ήμουν στην αγαπημένη μου «πολιτεία»... πάνω στη κρεβάτα της συκιάς, το καλάθι ξέχειλο πλάι μου, τα σανδάλια μου προσκέφαλο, η βαμβακένια τσιγγάνικη φούστα, που μου την είχε φτιάσει η χρυσοχέρα η μανούλα μου... κάλυπτε τ’ άσπρα πόδια μου από τις μύγες και τα κουνούπια... κι εκεί, κουλουριασμένη, δεν ξέρω πόση ώρα αποκοιμήθηκα...
Αλλόκοτα βουητά περαστικών αεροπλάνων με ξύπνησαν. Ανασηκώθηκα μουδιασμένη, πήρα το καλάθι κι άρχισα να κατεβαίνω τα ξύλινα σκαλιά. Νομίζοντας ότι ήμουν μόνη μου, ταράχτηκα όταν άκουσα την υστερική φωνή του Μιχαλάκη μου, να βρίζει τον Σέην με τα χειρότερα λόγια...
-..τί της έκανες της αδελφούλας μου, βρωμότουρκε, φίδι στο σπίτι μας... την αδερφή σου! Βρε! Γι’ αυτό μας είχε φίλους... να συνεχίσεις το έγκλημα με την άτιμη ράτσα σου! πού, βρε! στην αδερφή μου!!! Θα σε ξεκοιλιάσω, βρωμότουρκε, κι εσένα! Εδώ και τώρα!...
Ο Σέην -θυμάμαι- κοιτούσε σαν χαζός, μια εμένα, μια τον Μιχαλάκη που άφριζε...
–κοίτα, βρε άτιμε! Σκύλε! Η φούστα της είναι γεμάτη αίματα! Τι νόμισες… ότι θα έκρυβες το έγκλημά σου;!!! ...και δίχως να σκεφτεί, άρπαξε ένα ξερόκλαδο που βρέθηκε μπροστά του, πέρασε μέσα από την τρύπα του φράχτη κι όρμησε στον απολιθωμένο Σέην... Μια με το ξύλο, μια με τις γροθιές του, ο Μιχαλάκης χτυπούσε τον ζαλισμένο Σέην με τόση μανία, ως που παραπατώντας, έπεσαν κι οι δυο στο πηγάδι...
Εγώ, άφωνη στα μισά της σκάλας, άφησα το καλάθι να πέσει στο χώμα κι έσκυψα να δω! Και τα δυο παιδιά, λες κι αγκαλιασμένα, ακίνητα στο ξεροπήγαδο! Παρ’ όλη τη σαστιμάρα μου, έσυρα την σκάλα ως που ν’ ακουμπήσει στον πάτο του πηγαδιού, ταρακούνησα τα παιδιά, πρώτα τον Μιχαλάκη μου, μετά τον Σέην... τίποτα! Κανένας τους δεν κινήθηκε!
Και τώρα; Πώς πάνε στο σπίτι; Και τί να πω του πατέρα; Αφού δεν ήξερα καλά-καλά τί έγινε... πώς έγινε!
Τίποτε δεν σταματούσε την Σίλια! Μα κι εμείς, την παρακολουθούσαμε αμίλητοι.
-Ε! μετά, ο ήλιος κατέβηκε! Η νύχτα πλησίαζε, απειλητική... Λες κι ο ουρανός μαύρισε κι άνοιξε τ’ άντερά του... κάτι αεροπλάνα έριχναν οβίδες, τη μία κοντά στην άλλη... να σκάνε δίπλα μου, πλάι μου, πίσω μου... έτρεχα για το σπίτι μας σαν παλαβή... Το προηγούμενο βράδυ, ο πατέρας κάτι ψιθύριζε με τον αδελφό μου μα κι οι δυο δεν ήθελαν να μου πουν περισσότερα...
Βλέπετε, μάθαινε τα νέα κι από τους πελάτες που δήθεν πήγαιναν να ψωνίσουν... καταλάβαινα όμως ότι κάτι πολύ σοβαρό θα γινόταν, και μάλιστα σύντομα...
… και τώρα; ΠΟΥ ήταν ο πατέρας; ΠΟΥ να πάω; ΠΟΥ να κρυφτώ; Έτρεξα πίσω στο σπίτι... Κρύφτηκα πίσω από το ψυγείο της κουζίνας περιμένοντας τον πατέρα... οι ώρες περνούσαν και τ’ αεροπλάνα γινόντουσαν όλο και πιο πολλά... δεν σταματούσαν να σπέρνουν οβίδες και καταστροφή... Ξημέρωνε ένα Σάββατο σημαδιακό!
Κι εγώ; από ένστικτο, υποθέτω, αντέδρασα σαν θυμήθηκα τα ταραγμένα λόγια της μανούλας μου: «-άκουσε, παιδάκι μου... αν συμβεί κάτι πολύ κακό... η τουρκιά θέλει να μας φάει ζωντανούς... άνοιξε βαθιά το μυαλό σου και να μου ορκιστείς ότι δεν θα πεις αυτά που θα σου πω σε ΚΑΝΕΝΑΝ! Ούτε και στον πατέρα σου, μα ούτε και στον αδελφό σου, όσο και να τους αγαπάς... Οι άντρες, έχουν αλλιώτικη δύναμη, οι γυναίκες -και μάλιστα οι μικρές, σαν κι εσένα, δεν έχουν μοίρα... Ακου! πίσω από την κασετίνα με τα στεφάνια μας... υπάρχει ένα βραχιόλι κι ένα δαχτυλίδι με σκαραβαίο... μοιάζουν σκουριασμένα, μα είναι πολύτιμα... τα έφερε η γιαγιά σου από την Αίγυπτο κρυμμένα στο μεσοφόρι της... κοίτα, πίσω από το ψυγείο, είναι μια μαγκούρα από καλαμιά... μοιάζει σαν ένα άχρηστο καλάμι... μέσα του, έχει την προίκα σου... είναι βουλωμένο κι απ’ τις δυο του άκρες με ειδική κόλλα... μέσα στη κοιλιά του είναι κρυμμένα σε μια μεταξωτή κοτσίδα είκοσι κωνσταντινάτα... όταν γίνεις είκοσι χρονών να τα ανοίξεις... και να ευλογάς τη γιαγιά σου τη Βασιλία... Αν ή όταν κι εγώ θα φύγω, θάμαι πάντα δίπλα σου... να με ρωτάς, κι εγώ θα σου απαντάω... μα μόνο εσύ θα μ’ ακούς... όπου νάνε, θα γίνεις κι εσύ γυναίκα... εγώ, στα έντεκα μου «αδιαθέτησα» …κι έχωνα χούφτες από το μπαμπάκι της σακούλας, στο εσώρουχό μου... φοβόμουν μη πει η μάνα μου ότι μου έκαναν κάτι κακό...» …Θυμάμαι πόσο έκλαιγα κι εγώ, σφιγμένη πάνω της... μόνο που τα δικά της μάτια, ήταν θλιμμένα μα στεγνά...
Ο πατέρας, φαίνεται δεν θα είχε καταφέρει να γυρίσει πίσω στο σπίτι ... σίγουρα θα έψαχνε να μας βρει... Εγώ, μόνο όταν είδα το κοκαλιασμένο αίμα πίσω στη φούστα μου, τότε κατάλαβα το τί θα νόμισε ο Μιχαλάκης μου...
Μάζεψα τα μακριά μαλλιά μου σε μια κοτσίδα, της τράβηξα μια ψαλιδιά... έβαλα την κοτσίδα μου σε μια καφέ πάνινη τσάντα που πηγαίναμε για ψώνια, έριξα μέσα χεριές μπαμπάκια και κάτι ασπρόπανα... ένα μπουκάλι με νερό, λίγο ψωμί... άλλαξα, φόρεσα τα ρούχα και τα πάνινα παπούτσια του αδελφούλη μου, μια τραγιάσκα του πατέρα... έχωσα και μια γερή χούφτα μπαμπάκια στο εσώρουχό μου... και με μαγκούρα την καλαμιά πήρα τον ανήφορο ανάμεσα στους κυπαρισσώνες δίχως να ξέρω καλά-καλά κατά πού πήγαινα... Όταν ακούς ένα τσουνάμι να έρχεται κατά πάνω σου, -και να ξέρεις ότι θα πνιγείς μαζί του-, χάνεις και τη λαλιά σου...
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας. Ψυχή. 2010)
... Το μοιρολόι και οι βλαστήμιες του μπάρμπα-Κάκου που έδερνε το ζώο του, ένα σαράβαλο γάδαρο, με σταμάτησαν... συνέχισε την ιστορία της, ακούραστη η Σίλια... –Κατά πού πα’αίνεις, γιόκα μ’, μονά’ο σου στο μονοπάτι! Στόμαν έ’εις και λαλιάν δεν έ’εις... έλαν, πάμεν κατά με... Κάκο, με λέν’…
Το πώς και πότε φτάσαμεν κοντά στα στρατόπεδα, ούτε που θυμάμαι... Φωνή και δάκρυα, είχαν πετρώσει μέσα μου. Ότι και να έλεγεν ή και να με ρώταγεν ο μπάρμπα-Κάκος... κουνούσα το κεφάλι μου... κι αυτός, κοιτούσε τα μάτια μου και καταλάβαινε. Εγώ, συνέχεια σκεπτόμουν το Μιχαλάκη μου και την αιτία που η Φύση έκαμεν για να σκοτωθούν τα δυο παιδιά... δεν ήξερα πώς να το πω και τί θα μπορούσα να κάνω για να διορθώσω το αυτό κακό... δεν μ’ ένοιαζε καλά-καλά ούτε για το πού ήταν ο πατέρας...
«...οι γυναίκες έχουν άλλην μοίραν... ορκίσου μου...» άκουγα τη φωνή της μάνας μου καθαρά στ’ αυτιά μου... ακολουθούσα τον μπάρμπα-Κάκο σαν δαρμένο σκυλί, όπου κι αν πήγαινε...
Κάποιοι στρατιώτες μας πλησίασαν, κάτι είπαν μαζί του, με πήραν χωριστά, με έκρυψαν σε κάτι σπηλιές που είχαν φτιάξει με κλαδιά... «...έχουμε μια γυναίκα, μιαν Αμερικάνα να σε «διοθετήσει...» μου είπαν, «... έχει μιαν άρρωστη κόρην, να την βοηθάς εκεί ... Κρυφά έχουν οργανωθεί, να σας φυγαδεύσουν... ειδικά για τα παιδιά... »
-Κι εσύ, τί λες, μου είπε η Σίλια, κοιτάζοντάς με, να τους …ρωτούσα λεπτομέρειες; Αφού δεν είχα άλλη λύση! ήταν η ευκαιρία να φύγω... να φύγω όσο μακριά μπορούσα... η μοίρα μου ήταν διαφορετική, αφού κι η μάνα μου μου το είπε... και της το ορκίστηκα! « Εμείς, οι γυναίκες έχουμε άλλη μοίρα!...»
(Φωτο, Υιώτας, "Αγνωστη" 2008)
Βροντούσαν στ’ αυτιά μου τα λόγια της; «… Εμείς, οι γυναίκες, έχουμε άλλη μοίρα…!!!»
-Όμως, τη πρώτη φορά που είδα τον κυρ-Μάθιου, συνέχισε η Σίλια, νόμισα ότι συναντούσα κάποιο δικό μου άνθρωπο. Ήταν μικρόσωμος, με κοντοκομμένα μαλλιά και μια χωρίστρα που όλο και την έστρωνε να ισιώνει...
«-...θα μένεις πλέον, εδώ, στης ξεναδελφής μου το διαμέρισμα, μου εξήγησε... είναι χήρα κι έχει το κορίτσι που δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει... Ως που να ταχτοποιηθούν τα χαρτιά σου, θα σε φροντίζουμε εμείς. Σιγά-σιγά θα συνέλθεις, θα βρεις δουλειά και τα βράδια θα πηγαίνεις σχολείο. Εδώ, τα παιδιά πρέπει να μορφώνονται... άλλωστε, δεν είναι μακριά, θα πηγαίνεις με τα πόδια...»
Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε: Κάπως μέσα μου ησύχαζα. Εδώ, θα είμαστε όλες γυναίκες... ήμουν βέβαιη ότι αφού η μοίρα των γυναικών είναι διαφορετική (!), ότι θα τα πήγαινα καλά μαζί τους... Αρκεί να κρατούσα τον όρκο της μάνας μου. Μέχρι στιγμής, όλα πήγαιναν καλά... Σιγά-σιγά άρχισα να μιλάω μονολεκτικά... προς μεγάλη τους έκπληξη, άρχισα να ξαναγυρίζω στη γυναικεία μου υπόσταση, τα μαλλιά μου μεγάλωναν, δεν έμοιαζα το ψηλόλιγνο αγόρι που με συνάντησαν στην αρχή... μάλιστα γρήγορα έμαθα να φροντίζω και το δεκαπεντάχρονο κορίτσι που ήταν καθηλωμένο από γεννησιμιού του στην μεγάλη πολυθρόνα. Ερχόμαστε κι οι τρεις τα πρωινά στο πάρκο, μέχρι που έμαθα να πηγαίνω μόνη μου, δηλαδή εγώ κι η Αννούλα της κυρα-Πολυξένης...Είχα το δωματιάκι μου, πάντα ήμουν λιγόφαγη, τους γέμιζα δεκάδες «ευχαριστώ» κάθε μέρα... κι ο καιρός περνούσε ήρεμος, σιωπηλός.
Για ένα λεπτό, το βλέμμα της Σίλια, άχρωμο, πετούσε…
-Έχεις ακόμη το δαχτυλίδι; Ρώτησα στα γρήγορα...
–Όχι, το έδωσα στον κυρ-Μάθιου, πού το πούλησε δεν ξέρω... μα μου είπε ότι έχει βάλει ένα καλό λογαριασμό στο όνομά μου... από κει, κάθε μήνα έρχονταν μια επιταγή, τη πηγαίναμε στην τράπεζα, από κει και πέρα το ίδιο, μέχρι σήμερα Άρχιζα και πήγαινα στο σχολείο... με την κυρα-Πολυξένη, διαβάζαμε μαζί, ζούσαμε μαζί, που και που μας πήγαινε καμιά βόλτα ο κυρ-Μάθιου, μα δεν είχε και χρόνο... έμενε «άπστέιτ», είχε οικογένεια μα δεν μας πήγαινε εκεί. Δεν τα είχαν καλά με την κυρα-Πολυξένη...
«- και τώρα που έχει «φύγει» ο Μάθιου; ρώτησα ...
«-...το κορίτσι, το έχουν πάει σ’ ένα ίδρυμα, δεν ξέρω αν ζει... η κυρα-Πολυξένη «έφυγε» σχεδόν μαζί με τον Μάθιου... μένω μοναχιά μου... συμπλήρωσε η Σίλια.
Άντε, τώρα, να βάλεις σε σειρά τη ζωή και τα παρακλάδια της τύχης.
« –Μα ... δεν ερεύνησες ποτέ σου, τί μπορεί να έγινε ο πατέρας σου;... αν ζει... τί ξέρεις για το σπίτι που έχετε στην Κύπρο; ... πώς! Δεν σε νοιάζει για τίποτα;
«- τί να με νοιάζει!... ο αδελφούλης μου χάθηκε από αιτία δική μου...Όχι ότι ήταν δικό μου το φταίξιμο, μα …καταλαβαίνεις. Ο πατέρας μου, θα έχει πεθάνει... ποιον έχω να νοιαστώ! Το σπίτι; το χώμα; Ποιος νοιάζεται; Ετούτο το κομμάτι του πάρκου, εδώ, από κάτω έχει σκουπίδια, από πάνω έχει λουλούδια… έχει κι εκθέματα που τα αλλάζουν κάθε Μάη... διαβάζω καμιά εφημερίδα... χάλια γράφουν, δεν διαβάζονται... αφού τα πάντα έχουν αλλάξει! Εγώ; Πες μου, Τί διαφορετικό να κάνω;... μόνο αν ζούσε ο Μιχαλάκης μου, θα έτρεχα να τον αγκαλιάσω... να του πω ότι τότε δεν έφταιξα σε τίποτα... ότι δεν έκανα τίποτα κακό... ούτε τότε, ούτε και εδώ, τώρα... Κράτησα τον όρκο που έδωσα στη μάνα μου πέρα για πέρα... γι’ αυτό δεν μιλάω σε κανέναν... έτσι με συμβούλευε κι ο κυρ-Μάθιου, έτσι κάνω!...
-Μα είσαι νέα γυναίκα, κι όμορφη, Σίλια. Κάποιος θα είναι και για σένα.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι οι γυναίκες έχουν ξεχωριστή μοίρα, κι ότι κι αυτή δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τα γραμμένα.
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας: Φύση, 2009)
–Ένα θα σας ζητήσω, και να μου ορκιστείτε, όπως έκανα κι εγώ, με την μάνα μου, ότι δεν θα πείτε τίποτα απ’ όλα αυτά σε ψυχή! Εγώ, θέλω να κάνω κάτι για τα παιδιά του πολέμου. Αν πάθω τίποτα, θα πετάξουν και το καλαμο-μπαστούνι μου... θα πετάξουν και το βραχιόλι.. αυτά θέλω να μη χαθούν…άνθρωπος δεν πατάει στο διαμέρισμα, φίλους δεν έχω... εδώ, τα χαρτιά μου, τα μολύβια μου, το πάρκο, το ποτάμι... και το νεροπήγαδο στη γωνία, εκεί πέρα... Ποιος χρειάζεται περισσότερα να ζήσει ... άσε που στα πλαϊνά διαμερίσματα, μυρίζει αιματίλα κάθε Παρασκευή... κοκόρια σκούζουν άγρια, είδα μια μέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα έναν σκουρόχρωμο με κάτι μεγάλα φτερά στο κεφάλι του, να πίνει ένα κόκκινο ποτό... να λερώνονται τα γένια του... και να λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια σε μια που ντύνεται σαν γύφτισσα... τρόμαξα τόσο που είχα δυο μέρες να βγω έξω... Φοβάμαι, ξέρετε, έχουν αγριέψει πολύ τώρα τελευταία... Βγαίνουν τη νύχτα δυο-δυο, με τη γιόμιση του φεγγαριού προσεκτικά και πάνε στο μονοπάτι πίσω από τους θάμνους... δεν ξέρω... μάγια κάνουν; Δεν ξέρω... μια μέρα βρήκα μικρά καύκαλα, κόκκαλα και μια ξεσχισμένη σακούλα με πούπουλα... μόνο ότι φοβάμαι κάθε μέρα και περισσότερο...
΄Εσκυψε το κεφάλι σαν γριά καμπουριασμένη, η Σίλια, κι είναι ακόμη τόσο νέα!
-Πρέπει να πάμε σε δικηγόρο, συμφωνήσαμε με το Δημήτρη. Μονάχα, δεν του πούμε για ...καλαμο-μπάστουνο κ.λ.π. ... μπορεί να είναι και τη φαντασίας της... μη βρεθούμε μπερδεμένοι... Έχει δίκιο για τα μαγιλίκια... Έχω ακούσει ότι η Βούντου είναι η ...θρησκεία τους, από τα νησιά... την συνεχίζουν κι εδώ, αλλά στα κρυφά... Θα μάθουμε ποιος χειρίζεται την πολυκατοικία, κάποιος θα ξέρει και την Τράπεζα της... Μπορεί κι ο Ταχυδρόμος να μας βοηθήσει.
Πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες. Κάναμε κάποιες σημαντικές κινήσεις για χάρη της. Περνώντας σχεδόν καθημερινά με το αυτοκίνητο, βλέπαμε τη Σίλια στην ίδια πάντα θέση, αλλά δεν σταματούσαμε. Τί να πεις άλλωστε σε μια κοπέλα που μεγάλωσε κάτω από τέτοιες συνθήκες! Τί οικογένεια γνώρισε, τί πατρίδα! Εδώ, εμείς φύγαμε για ένα καλύτερο «αύριο» κι έχουμε τόσες αμφιλεγόμενες απόψεις... κι αυτή, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που η φύση από τη μια μεριά κι η ποταπή εισβολή από την άλλη, την ξερίζωσαν σαν άχρηστο δεντρί... Εμείς, δεν μοιάζουμε σαν να μας έχουν διώξει από το πατρικό μας; Δεν μας θεωρούν σαν ξένους τα ίδια τ’ αδέρφια μας;... Αν δεν επικοινωνούσαμε εμείς, δεν θα μοιάζαμε σαν «αγνοούμενοι»! Αχ! Κάπου έχει δίκιο η Σίλια! Το ξερίζωμα είναι σκληρό. Κι αν το «φυτώριο» είναι «ασθενικό» δεν είναι εύκολο να βρει το δρόμο του, στην κοινωνία... Άλλωστε της είχαμε ορκιστεί ότι κανείς δεν θα μάθαινε όσα εκείνη μας είχε εμπιστευθεί!
( Φωτο-σύνθεση Υιώτας: Γυναίκες του δάσους, 2019)
Η μεγαλύτερή μας ικανοποίηση ήταν να πάμε μια μέρα με τον κύριο Ιωάννου, έναν ευυπόληπτο δικηγόρο, για να συναντήσουμε την Σίλια... Οι ειδήσεις που συνέλλεξε, ήταν πολύ ευνοϊκές. Υπήρχε ένας περίπου πενηντάρης Συχαριώτης, με το όνομα του αδελφού της, με γυναίκα και δυο παιδιά, τον Αργύρη και τη Σίλια, που είχαν κάνει προκοπή σ’ ένα προάστειο κοντά στο Λονδίνο, σε μια κυπριακή κοινότητα... η Κυπριακή Κυβέρνηση τους είχε δώσει ένα διαμέρισμα ως αντάλλαγμα για την περιουσία που έχασαν... κι εδώ και κάμποσα χρόνια, πήγαιναν πίσω, στο νησί, για ένα μήνα, κάθε Αύγουστο, «για τα παιδιά τους» -όπως έλεγαν...
Αν τον εμπιστευθεί η ίδια η Σίλια, θα της προτείνει να βγάλουν εισιτήρια για τούτο τον Αύγουστο και να πάνε μαζί για τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή της!
-Πώς αισθάνεσαι τώρα; Ρώτησα τη Σίλια που έμοιαζε περισσότερη χαζή από ποτέ!
-Ρώτησες για τον Σέην; ρώτησε εκείνη κοιτάζοντάς τον κύριο Ιωάννου στα χείλη... Αν αυτός ο Μιχάλης, ξέρει τον Σέην, το «τουρκάκι μας», αυτός θα πρέπει να είναι ο Μιχαλάκης μου! Αυτός θα πρέπει να είναι ο αδερφούλης μου!!!!!!!!!!
Δεν περίμενε απάντηση! Η καρδιά της της έλεγε «ναι!»
Αν έχετε δει τρελό άνθρωπο να στριφογυρίζει, να χορεύει, να σκαρφαλώνει στο βράχο του πάρκου σαν αγριοκάτσικο και να πηδάει σκουντουφλώντας στο γρασίδι... αν έχετε δει πεταλούδα ζαλισμένη από το νέκταρ των λουλουδιών, να την βαραίνει η ίδια της η χαρά, ...έτσι είδαμε τη Σίλια να καθίσει κατάχαμα, να βάλει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και να μη σταματάει τους λυγμούς που είχαν χτίσει άλλο ένα μαύρο πηγάδι στην αμόλυντη καρδιά της...
Αφήσαμε τον κύριο Ιωάννου μαζί της. Ξέραμε ότι ήταν σε τίμια χέρια. Με την υπόσχεση ότι θα μας ενημερώνουν τακτικά, πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.
Το Πάρκο, αυτό το Πάρκο του Σωκράτη, έχει μα και θα γεμίσει αμέτρητες ιστορίες. Κάθε ένας από μας έχει και μια διαφορετική ιστορία, γνωστή ή άγνωστη στους άλλους.
Αυτή η γη που ριζώσαμε, ήταν και δική μας γη, κι αυτό το αμφίδρομο, πλατύ ποτάμι, ήταν και σαν τη δική μας θάλασσα. Μπορεί να μην είναι ο ίδιος ορίζοντας… μα μπορούμε να τον βλέπουμε στα όνειρά μας. Μπορεί ο τόπος αυτός να ήταν η θετή μας μάνα, η μητριά... με αμοιβαία τα συναισθήματα, με σταθερούς τους στόχους...
Το «Πάρκο του Σωκράτη» ήταν κι αυτό μέρος από τη δική μας ζωή, την δική μας πατρίδα...
Σε κάθε επίσκεψή του, το περπατούσαμε, θαυμάζαμε την αντικρινή Νέα Υόρκη, μιλούσαμε με νεαρούς εκθέτες, πετούσαμε με τα φτερά των γλάρων… οδηγούσαμε το πιο όμορφο πλοίο στα ασίγαστα νερά της δικής μας Πατρίδας, μόνο μεταξύ μας δεν λέγαμε πολλά από εκείνα που μας πονούσαν βαθύτερα. Δεν λέγαμε πολλά…κοιταζόμαστε και διαβάζαμε αμίλητοι μάτια και καρδιά.
Όσο για την όμορφη κοπέλα με το «κιτρινάκι φόρεμα και τα καλλίγραμμα πόδια»… Μέσα μας, κάτι μας βεβαίωνε ότι η Σίλια ήταν ευτυχισμένη. Και το σιγουρότερο, ότι δεν θα μας ξεχνούσε...
(Φωτο-σύνθεση Υιώτας: Ευτυχία.2019)
Ευχαριστώ σας.
Πάντα με την Αγάπη
Υιώτα