Φίλες και Φίλοι της
Αστοριανής και του... γελαστού ηλίανθου, σκέφτηκα να σας προσφέρω μια κουταλιά «
κεράσι, με λίγη ροδοζάχαρη...» τώρα που τα βράδια δεν έχουν και τόσο ενδιαφέροντα νέα...
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα ελάχιστα τροποποιημένο –λόγω χώρου- από την ανέκδοτη νουβέλα: "
Η νύφη της Πανσελήνου"
Μ' ένα ποτήρι δροσερό νερό, σας το προσφέρω.
Πάντα με χαμόγελο,
Υιώτα

Η... καπέτα
.
Ξεψυχώντας ο Ιούλιος είχε τροχίσει τα δόντια του και τα έμπηγε στη σάρκα.
Η πλατεία έβραζε. Η μελίγκρα στ' αρρωστημένα πορτοκαλόδεντρα και τις
απεριποίητες τριανταφυλλιές είχε φουντώσει. Τα μάτια μου αποτύπωναν
τις γύρω εικόνες, τόσο διαφορετικές από εκείνες του τότε.
-Αργεί, σκέφτηκα. Καλύτερα, να ηρεμήσω...
Το ντύσιμό μου, για την συνάντηση, ένα λευκό ντεπιές, κι ένα καπέλο σε
ξέχρωμο ροδακινί. Δεκαπέντε χρόνια ήταν πολλά για μια αγάπη που κόπηκε
με το μαχαίρι της εγωιστικής αξιοπρέπειας.
Ερχόταν, με βήματα αργά.
-Είναι δυνατόν να περπάτησε, μ' όλη αυτή τη ζέστη; Σκέφτηκα. Ναι.
Μπορεί, για να μη δώσει υποψίες... Και, πώς έχει αλλάξει, Θεούλη μου!
Ξεροψημένος, ξερακιανός, μόνο το κάτω χείλι του διατηρούσε την
προκλητικότητά του.
-Μοντελάκι είσαι, είπε. Πολύ όμορφη!
Λίγο το χαμόγελο. Μικρή η σιωπή.
-Πρέπει να είσαι ευτυχισμένη, έτσι; και... πού είναι ο άνδρας σου;
Να είναι η αντίδραση, ο εγωισμός της ανταρσίας μου στην μη υποχώρηση
της τότε στιγμής; Μέσα μου ζητούσα απάντηση, μα έξυπνα, δεν συνέχισε.
-Πήγαν για μπάνιο... Βγήκα ν' αγοράσω μπαταρία, για τη φωτογραφική μου
μηχανή. Τα καταστήματα είναι κλειστά, κι είπα να σε ανησυχήσω...
Θυμήθηκα ότι εσύ ξέρεις από...μηχανές...
Ήθελα να ξεκαρδιστώ στα γέλια μα σοβάρεψα!
-Κι εγώ ήθελα κάποτε να σε δω... Εμείς, εδώ, τα ίδια! Έχω αγοράσει
κάτι δεντροπερίβολα, αγρότης πλέον, κανονικός...
Έφτιαξε λίγο την καπέτα απ' τ' αραιά μαλλιά του. Ακολούθησε το βλέμμα
μου. Κάποτε περνούσα τα δάχτυλα κι έφτιαχνα "στριφτά σαλιγκάρια"... Τί
ανόητοι που είμαστε, τότε.
-Ναι, το διαπίστωσα, έχεις ξεροψηθεί, είπα. (μα... καρό φθινοπωρινό
σακάκι και καφέ πολιέστερ παντελόνι!!! Αυτός!!! Σκέφτηκα περίεργα.)
Περίμενα να χαμογελάσει λίγο, άλλωστε αυτό ήταν κάποτε η γοητεία του...
-Πώς τα περνάτε πέραν του Ατλαντικού; ξαναρώτησε.
Του έδειξα τ' αγόρια μου, εκείνος τις κόρες του... -Ομορφόπαιδα!
Είπε...Σφιγμένα τα χείλη.
Οι πορτοκαλάδες δεν πρόφτασαν να ζεσταθούν, ούτε και η συζήτηση. Η
ζέστη είχε διπλασιαστεί...
-Πρέπει να γυρίσω, είπα.
Δεν επέμεινε. Δώσαμε τα χέρια, χαμογέλασε και... στο στόμα που κάποτε
άφηνα τα δειλά φοιτητικά φιλιά μου, δυο δεξιά δόντια έλειπαν!
-Αύριο θα πάω στον οδοντίατρο, είπε με φανερή δικαιολογία.
-Αύριο πάμε στο αεροδρόμιο, είπα πετώντας ήδη ξαλαφρωμένη...