(Τρίτη και τελευταία συνέχεια...)
Όταν ακούς το βουητό και βλέπεις ένα τσουνάμι να έρχεται κατά πάνω σου, -και να ξέρεις ότι θα πνιγείς μαζί του-, χάνεις και τη λαλιά σου...
Η Σίλια, σαν δαιμονισμένη ψυχή, ξαναζούσε τις τραγικές της ώρες, και δεν μ’ άφηνε στιγμή να τη διακόψω... άλλωστε, τί να έλεγα! Απαντούσε στις αμίλητες ερωτήσεις μου μόνο κοιτάζοντας τα μάτια μου... κι ο Δημήτρης, αργούσε... όπως κι ο ήλιος στον ορίζοντα...
- ... το μοιρολόι και οι βλαστήμιες του μπάρμπα-Κάκου που έδερνε το ζώο του, ένα σαράβαλο γάδαρο, με σταμάτησαν... συνέχισε την ιστορία της, ακούραστη και ονειροπαρμένη η Σίλια...
–Κατά πού πα’αίνεις, γιόκα μ’, μονά’ο σου στο μονοπάτι! Στόμαν έ’εις και λαλιάν δεν έ’εις... έλαν, πάμεν κατά με... Κάκο, με λέν’…
Το πώς και πότε φτάσαμεν κοντά στα στρατόπεδα, ούτε που θυμάμαι... Φωνή και δάκρυα, είχαν πετρώσει μέσα μου. Ότι και να έλεγεν ή και να με ρώταγεν ο μπάρμπα-Κάκος... κουνούσα το κεφάλι μου... κι αυτός, κοιτούσε τα μάτια μου και καταλάβαινε.
Εγώ, συνέχεια σκεπτόμουν το Μιχαλάκη μου και την αιτία που η Φύση έκαμεν για να σκοτωθούν τα δυο παιδιά... δεν ήξερα πώς να το πω και τί θα μπορούσα να κάνω για να διορθώσω το αυτό κακό... δεν μ’ ένοιαζε καλά-καλά ούτε για το πού να ήταν ο πατέρας... αυτός ήταν άνδρας...
«...οι γυναίκες έχουν άλλην μοίραν... ορκίσου μου...» άκουγα τη φωνή της μάνας μου καθαρά στ’ αυτιά μου...
Ακολουθούσα τον μπάρμπα-Κάκο σαν δαρμένο σκυλί, όπου κι αν πήγαινε...
Κάποιοι στρατιώτες μας πλησίασαν, κάτι είπαν μαζί του, με πήραν χωριστά, μ’ έκρυψαν σε κάτι σπηλιές που είχαν φτιάσει με κλαδιά...
«...έχουμε μια γυναίκα, μιαν αμερικάνα να σε «διοθετήσει...» μου είπαν,
«... έχει μιαν άρρωστην κόρην, να την βοηθάς εκεί ... -κρυφά έχουν οργανωθεί, να σας φυγαδεύσουν... ειδικά για σας, τα παιδιά... »
-Κι εσύ, τί λες, είπε η Σίλια, κοιτάζοντάς με, να …ρωτούσα λεπτομέρειες; Αφού δεν είχα άλλη λύση! ήταν η ευκαιρία να φύγω... να φύγω όσο μακριά μπορούσα... η μοίρα μου ήταν διαφορετική, αφού κι η μάνα μού το είπε... και της τ’ ορκίστηκα! Εμείς, οι γυναίκες έχουμε άλλη μοίρα!...
Βροντούσαν στ’ αυτιά μου τα λόγια της: «… Εμείς, οι γυναίκες, έχουμε άλλη μοίρα…!!!»
-Όμως, τη πρώτη φορά που είδα τον κυρ-Μάθιου, συνέχισε η Σίλια, νόμισα ότι συναντούσα κάποιο δικό μου άνθρωπο. Ήταν μικρόσωμος, με κοντοκομμένα μαλλιά και μια χωρίστρα που όλο και την έστρωνε να ισιώνει...
«-...θα μένεις πλέον, εδώ, στης ξεναδελφής μου το διαμέρισμα, μου εξήγησε... είναι χήρα κι έχει το κορίτσι που δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να περπατήσει... Ως που να ταχτοποιηθούν τα χαρτιά σου, θα σε φροντίζουμε εμείς. Σιγά-σιγά θα συνέλθεις, θα βρεις δουλειά και τα βράδια θα πηγαίνεις σχολείο. Εδώ, τα παιδιά πρέπει να μορφώνονται... άλλωστε, δεν είναι μακριά, θα πηγαίνεις με τα πόδια...»
Κάπως μέσα μου ησύχαζα. Εδώ, θα είμαστε όλες γυναίκες... ήμουν βέβαιη ότι αφού η μοίρα των γυναικών είναι διαφορετική (!), ότι θα τα πήγαινα καλά μαζί τους... Αρκεί να κρατούσα τον όρκο της μάνας μου.
Μέχρι στιγμής, όλα πήγαιναν καλά... Σιγά-σιγά άρχισα να μιλάω μονολεκτικά... προς μεγάλη τους έκπληξη, άρχισα να ξαναγυρίζω στη γυναικεία μου υπόσταση, τα μαλλιά μου μεγάλωναν, δεν έμοιαζα το ψηλόλιγνο αγόρι που με συνάντησαν στην αρχή... μάλιστα γρήγορα έμαθα να φροντίζω και το δεκαπεντάχρονο κορίτσι που ήταν καθηλωμένο από γεννησιμιού του στην μεγάλη πολυθρόνα. Ερχόμαστε κι οι τρεις τα πρωινά στο πάρκο, μέχρι που έμαθα να πηγαίνω μόνη μου, δηλαδή εγώ κι η Αννούλα της κυρα-Πολυξένης...
Είχα το δωματιάκι μου, πάντα ήμουν λιγόφαγη, τους γέμιζα δεκάδες «ευχαριστώ» κάθε μέρα... κι ο καιρός περνούσε ήρεμος, σιωπηλός...
Το βλέμμα της άχρωμο, πετούσε…
-Έχεις ακόμη το δαχτυλίδι; Ρώτησα στα γρήγορα...
–Όχι, το έδωσα στον κυρ-Μάθιου, πού το πούλησε, δεν ξέρω... μα μου είπε ότι έχει βάλει ένα καλό λογαριασμό στο όνομά μου... από κει, κάθε μήνα έρχονταν μια επιταγή, την πηγαίναμε στην τράπεζα, από κει και πέρα το ίδιο, μέχρι σήμερα...
Άρχιζα και πήγαινα στο σχολείο... με την κυρα-Πολυξένη, διαβάζαμε μαζί, ζούσαμε μαζί, που και που μας πήγαινε καμιά βόλτα ο κυρ-Μάθιου, μα δεν είχε και χρόνο... έμενε «άπστέιτ», είχε οικογένεια μα δεν μας πήγαινε εκεί. Δεν τα είχαν καλά με την κυρα-Πολυξένη...
«- και τώρα που έχει «φύγει» ο Μάθιου; ρώτησα ...
«-...το κορίτσι, την Αννούλα... το έχουν πάει σ’ ένα ίδρυμα, δεν ξέρω αν ζει... η κυρα-Πολυξένη «έφυγε» σχεδόν μαζί με τον Μάθιου... μένω μοναχιά μου... συμπλήρωσε η Σίλια.
Άντε, τώρα, να βάλεις σε σειρά τη ζωή και τα παρακλάδια της τύχης.
« –Μα ... δεν ερεύνησες ποτέ σου, τί μπορεί να έγινε ο πατέρας σου;... αν ζει... τί ξέρεις για το σπίτι που έχετε στην Κύπρο; ... πώς! Δεν σε νοιάζει για τίποτα;
«- τί να με νοιάζει!... ο αδελφούλης μου χάθηκε από αιτία δική μου... ο πατέρας μου, θα έχει πεθάνει... ποιον έχω να νοιαστώ! ...
Το σπίτι; το χώμα; Ποιος νοιάζεται; Ετούτο το κομμάτι του πάρκου, εδώ, από κάτω έχει σκουπίδια, από πάνω έχει λουλούδια… έχει κι εκθέματα που τ’ αλλάζουν κάθε Μάη...
διαβάζω καμιά εφημερίδα... χάλια γράφουν, δεν διαβάζονται... αφού τα πάντα έχουν αλλάξει! Εγώ; Πες μου, Τί διαφορετικό να κάνω;... μόνο αν ζούσε ο Μιχαλάκης μου, θα έτρεχα να τον αγκαλιάσω... να του πω ότι τότε δεν έφταιξα σε τίποτα... ότι δεν έκανα τίποτα κακό... ούτε τότε, ούτε και εδώ, τώρα... Κράτησα τον όρκο που έδωσα στη μάνα μου πέρα για πέρα... γι’ αυτό δεν μιλάω σε κανέναν... έτσι με συμβούλευε κι ο κυρ-Μάθιου, έτσι κάνω!...
-Μα είσαι νέα γυναίκα, κι όμορφη, Σίλια. Κάποιος θα είναι και για σένα.
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι οι γυναίκες έχουν ξεχωριστή μοίρα, κι ότι κι αυτή δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τα γραμμένα.
–Ένα θα σας ζητήσω, και να μου ορκιστείτε, όπως έκανα κι εγώ, με την μάνα μου, ότι δεν θα πείτε τίποτα απ’ όλα αυτά σε ψυχή! Εγώ, θέλω να κάνω κάτι για τα παιδιά του πολέμου. Αν πάθω τίποτα, θα πετάξουν και το καλαμο-μπαστούνι μου... θα πετάξουν και το βραχιόλι... άνθρωπος δεν πατάει στο διαμέρισμα, φίλους δεν έχω να μιλάω παρά μια μεγαλόσωμη κούκλα που έμεινε στο κρεβάτι, πλάι, στο χαμηλό παράθυρο, από τότε που «έφυγε» το κορίτσι... εδώ είναι τα χαρτιά μου, τα μολύβια μου, το πάρκο, το ποτάμι... και το νεροπήγαδο στη γωνία, εκεί πέρα...
Ποιος χρειάζεται περισσότερα να ζήσει;
... άσε που στα πλαϊνά διαμερίσματα, μυρίζει αιματίλα κάθε Παρασκευή... κοκόρια σκούζουν άγρια, -είδα μια μέρα από τη μισάνοιχτη πόρτα έναν σκουρόχρωμο με κάτι μεγάλα φτερά στο κεφάλι του, να πίνει ένα κόκκινο ποτό... να λερώνονται τα γένια του... και να λέει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια σε μια που ντύνεται σαν γύφτισσα... τρόμαξα τόσο που είχα δυο μέρες να βγω έξω...
Φοβάμαι, ξέρετε, έχουν αγριέψει πολύ τώρα τελευταία...
Βγαίνουν τις νύχτες δυο-δυο, μιλούν σιγανά γέρνοντας ο ένας στο αυτί του άλλου λες κι ερωτευμένοι που πηγαίνουν βόλτα… παρακολουθούν τη γιόμιση του φεγγαριού προσεκτικά και πάνε στο μονοπάτι πίσω από τους θάμνους... δεν ξέρω... μάγια κάνουν; Δεν ξέρω... !!!
γι’ αυτό βγαίνω νωρίς…
...μια μέρα σκόνταψα πάνω σε μικρά καύκαλα, ισχνά κόκκαλα και μια ξεσχισμένη σακούλα με λερωμένα πούπουλα... τα έσπρωξα, να κυλήσουν κάτω, στο νερό μη βρω κι εγώ κάνα μπελά …ένα ξέρω ότι φοβάμαι κάθε μέρα και περισσότερο...
Η φωνή της κόμπιαζε. Έσκυψε το κεφάλι σαν γριά καμπουριασμένη, η Σίλια, κι είναι ακόμη τόσο νέα! Απομακρυνθήκαμε μουδιασμένοι. Είχαμε ακούσει ότι η αστυνομία έκανε αιφνιδιασμούς σε δύο τουλάχιστον πολυκατοικίες, μια για την μυρωδιά, μια για στοιχήματα… δήθεν για παράνομους, από τα «νησιά»… μα οι άνθρωποι δεν μιλούν, δεν δίνουν λεπτομέρειες… σίγουρα θα φοβούνται τ’ αντίποινα από τους δράστες της νύχτας…
-Πρέπει να πάμε σε δικηγόρο, συμφωνήσαμε με το Δημήτρη.
Μονάχα, δεν του πούμε για ...καλαμο-μπάστουνο κ.λ.π. ... μπορεί να είναι και τη φαντασίας της... μη βρεθούμε μπερδεμένοι...
Έχει δίκιο για τα μαγιλίκια... Έχω ακούσει ότι η «Βούντου» είναι η ...θρησκεία τους, την έχουν δήθεν απορρίψει, μα τους πιέζουν, τους φοβίζουν με τα μάγια από τα νησιά... την συνεχίζουν κι εδώ, αλλά στα κρυφά...
Θα μάθουμε ποιος χειρίζεται την πολυκατοικία, ήξεραν την κυρα-Πολυξένη, κάποιος θα ξέρει και την Τράπεζα της... Μπορεί κι ο Ταχυδρόμος να μας βοηθήσει. . .
Πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες. Περνώντας με το αυτοκίνητο, βλέπαμε τη Σίλια στην ίδια πάντα θέση, αλλά δεν σταματούσαμε. Τί να πεις άλλωστε σε μια κοπέλα που μεγάλωσε κάτω από τέτοιες συνθήκες! Τί οικογένεια γνώρισε, τί πατρίδα!
Εδώ, εμείς φύγαμε για ένα καλύτερο «αύριο» κι έχουμε τόσες αμφιλεγόμενες απόψεις...
κι αυτή, ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που η μητέρα-φύση από τη μια μεριά κι η ποταπή εισβολή από την άλλη, την ξερίζωσε σαν άχρηστο δεντρί...
Εμείς, δεν μοιάζουμε σαν να μας έχουν διώξει από το πατρικό μας; Δεν μας θεωρούν σαν ξένους τα ίδια τ’ αδέρφια μας;... Αν δεν επικοινωνούσαμε εμείς, δεν θα μοιάζαμε σαν άλλοι «αγνοούμενοι»! Αχ! Κάπου έχει δίκιο η Σίλια! Το ξερίζωμα είναι σκληρό. Κι αν το «φυτώριο» είναι «ασθενικό» δεν είναι εύκολο να βρει το δρόμο του, στην κοινωνία...
Η μεγαλύτερή μας ικανοποίηση ήταν να συμφωνήσουμε να πάμε μια μέρα με τον κύριο Ιωάννου, έναν ευυπόληπτο δικηγόρο της περιοχής, να συναντήσουμε τη Σίλια...
Οι ειδήσεις που είχε, ήταν πολύ ευνοϊκές. Υπήρχε ένας περίπου πενηντάρης Συχαριώτης, με το όνομα του αδελφού της, με γυναίκα και δυο παιδιά, τον Αργύρη και τη Σίλια, που είχαν κάνει προκοπή σ’ ένα προάστιο κοντά στο Λονδίνο, σε μια κυπριακή κοινότητα...
Ανακάλυψε ότι η Κυπριακή Κυβέρνηση τους είχε δώσει ένα διαμέρισμα ως αντάλλαγμα για την περιουσία που έχασαν... κι ότι εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, πήγαιναν εκεί για ένα μήνα, κάθε Αύγουστο, «για τα παιδιά» -όπως έλεγαν... Αν τον εμπιστευθεί η ίδια η Σίλια, θα της προτείνει να βγάλουν εισιτήρια για τούτο τον Αύγουστο και να πάνε μαζί για τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή της!
-Πώς αισθάνεσαι τώρα; Ρώτησα τη Σίλια που έμοιαζε περισσότερη χαζή από ποτέ!
Στην αγκαλιά της είχε τη μεγαλόσωμη κούκλα της Αννούλας και της χτένιζε προσεχτικά τα μαλλιά…
-Κοίτα την! Μου λέει… Της έλεγα ένα τραγούδι που τόχω φτιάξει μόνη μου, κι αυτή έκλεισε τα γυάλινα τα μάτια… να σας το τραγουδήσω;
Είχε τόση λαχτάρα η φωνή της που δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε…
«… ύπνε που παίρνεις τα μωρά… έλα πάρε μου κι ετούτο… μικρούλι σου το έδωσα… μεγάλο φέρε μούτο… Νάνι-νάνι το μωρό μου, πόσο τ’ αγαπώ… νάνι-νάνι το παιδί μου, πόσο τ’ αγαπώ…
-Σίλια! Είναι υπέροχο! Το λέγατε στην Κύπρο;
-σσσουτ! Μου έκανε με νόημα, δείχνοντας την κούκλα…
«-κλείσε τα ματάκια σου, μωρό μου και κοιμήσου, είν’ ο Χριστούλης πλάι σου κι η Παναγιά μαζί σου… Νάνι-νάνι το μωρό μου, πόσο τ’ αγαπώ! Νάνι-νάνι το παιδί μου, πόσο τ’ αγαπώωωωω……. »
Μόνη μου το έβγαλα κι μελωδία είναι καταδική μου!!! Σας άρεσε;
Τα γυάλινα μάτια της ξαπλωμένης κούκλας ήταν κλειστά, τα μάτια της Σίλια, στεγνά. Η φωνή της ήταν τρεμάμενη, μα τόσο γλυκιά, τόσο τρυφερή…
Δεν μπόρεσα, έγειρα να την αγκαλιάσω, μ’ αυτή, λες και το περίμενε, έβαλε την κούκλα στην παλιά απλωμένη κουβέρτα, πήδηξε όρθια και μ’ αγκάλιασε με μια δύναμη που νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω!
-… δεν τόχω πει σε κανένα άλλο τούτο το νανούρισμα… της το τραγουδάω σιγά τις νύχτες πριν με πάρει ο ύπνος…
Η συνάντηση με τον Δικηγόρο έγινε στην ίδια τοποθεσία, κατά το απόγευμα της πρώτης Αυγουστιάτικης Δευτέρας.
Έτσι ήθελε η Σίλια, έτσι κάναμε, κυρίως για να μην αλλάξει γνώμη…
-Ρώτησες για τον Σέην; ρώτησε πρώτη εκείνη κοιτάζοντάς τον κύριο Ιωάννου στα χείλη... Αν αυτός ο Μιχάλης ξέρει τον Σέην, το «τουρκάκι μας», αυτός θα πρέπει να είναι ο Μιχαλάκης μου! Αυτός θα πρέπει να είναι ο αδερφούλης μου!!!!!!!!!!
Δεν περίμενε απάντηση! Η καρδιά της, έλεγε «ναι!»
Αν έχετε δει τρελό άνθρωπο να στριφογυρίζει, να χορεύει, να σκαρφαλώνει στο βραχάκι του πάρκου σαν αγριοκάτσικο και να πηδάει σκουντουφλώντας στο γρασίδι... αν έχετε δει πεταλούδα ζαλισμένη από το νέκταρ των λουλουδιών, να την βαραίνει η ίδια της η χαρά... ...έτσι είδαμε τη Σίλια, … να καθίσει κατάχαμα, να βάλει το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και να μη σταματάει τους λυγμούς που είχαν χτίσει άλλο ένα μαύρο πηγάδι στην αμόλυντη καρδιά της...
Αφήσαμε τον κύριο Ιωάννου μαζί της. Ξέραμε ότι ήταν σε τίμια χέρια. Με την υπόσχεση ότι θα μας ενημερώνουν τακτικά, πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.
Αυτή η γη που ριζώσαμε, ήταν πλέον και δική μας γη, κι αυτό το αμφίδρομο, πλατύ ποτάμι, ήταν το ίδιο γαλανό, σαν το νερό της δική μας θάλασσας...
Μπορεί ο τόπος αυτός να ήταν η θετή μάνα, η μητριά... με ποικίλα τα συναισθήματα, με σταθερούς τους στόχους... Μα είναι μια καλή μάνα…
Το δε, «πάρκο του Σωκράτη», ήταν κι αυτό μέρος από τη δική μας πατρίδα!
κι όσο το... ενοίκιο θα ήταν το ΕΝΑ δολλάριο τον χρόνο, κι όσο οι επίδοξοι νέοι της Τέχνης θα το καθάριζαν και θα το ανανέωναν με καινούρια γλυπτά κι άλλα εκθέματα... οι φορσίθιες, τα πλατάνια, οι μουριές, οι αζαλέες, οι ορτανσίες, ...οι βολβοί και τόσα άλλα που έχουν φυτέψει οι εθελοντές-καλλιτέχνες... θα καταγράφουν τους ψιθύρους του Ήστ Ρίβερ που μας πείθει ότι ο ουρανός είναι παντού γαλάζιος, ότι τα άσχημα της ζωής σιγά σιγά καταπίνονται στον βυθό,
ότι η συνέχεια είναι μια ακατάπαυστη ελπίδα κι ας είναι αμφίδρομη...
Ο καλός καπετάνιος, δοκιμάζεται, μα προχωρεί...
Γύρω μας, τα σπουργίτια συνέχιζαν να χαριεντίζονται...
Οι γλάροι έκοβαν σπαθιές την εικόνα τής απέναντι πόλης της Νέας Υόρκης, μα δεν την μάτωναν...
Δεν λέγαμε πολλά…
Μέσα μας, κάτι μας βεβαίωνε ότι η Σίλια δεν θα μας ξεχνούσε...
========.........................================.......................=============
Κι εδώ,
φτάσαμε στο ΤΕΛΟΣ της ιστορίας.
Εύχομαι να έχω την κατανόησή σας, τώρα καλοκαιριάτικα,
... μα την θυμήθηκα με τα ζοφερά γεγονότα της Κύπρου μας.
Σας φιλώ,
πάντα με αγάπη,
Υιώτα