Στην μνήμη της «Μάννας με δύο ν»
Η νύχτα δεν μ’ άφηνε να φύγω. Προσπάθησα να πάρω μια-δυο βαθιές ανάσες στην υγρή μοναξιά του κήπου. Τα μαρτιάκια* είχαν κλείσει τα κατακίτρινα γυαλιστερά πέταλά τους σχηματίζοντας ένα στρογγυλό κεφαλάκι με πράσινες πινελιές.
Οι λευκές καμπανούλες περίμεναν καρτερικά την βροχή που θα ξεκαθάριζε την πνιγηρή ομίχλη.
Ότι σκέψεις και να συσχέτιζα με το προσωπικό μου πένθος, καθόλου δεν ταυτίζονταν μ’ εκείνον το σίφουνα, εκείνον τον ανεμοστρόβιλο που με στριφογύριζε αμέτρητες φορές, μέχρι που να με ρίξει στη γη που καταπίνει τα πάντα κι ισοπεδώνει τον εύθραυστο ψυχικό κόσμο.
Ασυναίσθητα ακούμπησα την παλάμη στην πρωτόβγαλτη χλόη. Με την ανάποδη του άλλου χεριού μου καθάρισα το νωπό πρόσωπο. Ήταν οι πρώτες στάλες βροχής. Τα δάκρυα, που συνήθως κυλούν αυθόρμητα από τα μάτια μου, είχαν γίνει στρώμα αδιαπέραστο.
-Μαμά, δεν είν’ η νύχτα σου απόψε, είπα κι αποφασιστικά γύρισα στο δωμάτιό μου.
Επίμονη η νύχτα απομακρυνόταν κρατώντας με όμηρο.
Πήρα πάλι, το δεκα-οκτάχρονο βιβλίο της Κατερίνας και ξεφυλλίζοντάς το κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του κομπιούτερ…
«-Κάν’ υπομονή, κυρ’ Αφροδή μου!
τούτα τα συναισθήματα είναι μόνο για σένα...
Ο χρόνος δεν μειώνει τον θρήνο και την αγάπη της κόρης που κατέγραψε σχεδόν στιγμή προς στιγμή την αφοσίωσή της για σένα. Δεν σε ήξερα, Μάννα, καλή!
Αυτή, μ’ έκανε να σε γνωρίσω, να σε αγαπήσω, να μεταφέρω μαζί σου ό,τι ευγενικότερο και σε κείνη.
Δέξου, λοιπόν, τ’ ανθάκια της εδώ γης μου, όπως σαν να ήμουν στη δική σου,
μαζί με τις φωτεινές σκέψεις μου, τούτο το βράδυ…
Μόνον έτσι θα ξαλαφρώσει ο νους μου…»
*μαρτιάκια=
τα κίτρινα ανθάκια που ακολουθούν τις λευκές καμπανούλες, και τους κρόκους κατά τον Μάρτη, τουλάχιστον εδώ…
ΠΟΙΗΜΑ - ΑΦΙΕΡΩΣΗ της Υιώτας Στρατή
ΣΤΗΝ «ΜΑΝΝΑ ΜΕ ΔΥΟ Ν»
και
στις Μάνες του Κόσμου, που έφυγαν...
Της Κυρ-Αφροδής (03/29/09)
Χώμα νωπό,
με αγιασμό, με γύρη από γαζίες.
Διαπερνά ο στεναγμός κοίτη από κυπαρίσσι.
Το λευκο-σέντονο υγρό,
λίμνη γεμάτη δάκρια.
Πνίγετ’ η έσω σιωπή. Πόδια και χέρια τρέμουν.
Βαρύς ο αναστεναγμός,
σπάζει ο λυγμός στη μέση.
Στ’ άγγιγμα κρύου μάρμαρου χείλη ανατριχιάζουν…
-Πώς δεν ακούς το θρήνο μου, Μάννα,
γλυκιά μου Μάνα!
Τώρα, που μάνα έγινα
και τη καρδιά σου νοιώθω
να ξεριζώνεται εντός, στα σωθικά του πόνου,
πες μου πιο άστρο ν’ ασπαστώ
νάρθει να σε χαϊδέψει
στις ώρες περισυλλογής, στις νύχτες της ξαγρύπνιας;
Στείλε μου μήνυμα!
Η πνοή του νοτισμένου αγέρα,
πάνω στο μέτωπο ας είν΄ το τρυφερό φιλί σου.
Τώρα που ένα έγινες στο σώμα της ελπίδας
ξεπήδησε σαν της πηγής τη δροσισμένη ανάσα...
Φλόγες στα μάτια η μνήμη σου!
Ο ουρανός, ραγίζει.
Στείλε ευχή, η αγάπη σου να με τυλίγει,
Μάννα!