(ελληνο-αμερικανικό διήγημα της Υιώτας Στρατή)http://astoriani.blogspot.com e-mail: yiotas@optonline.net
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
-Χριστέ μου, κάνε τ’ όνειρο θαύμα γι’ αυτό το βράδυ, είπε η Νόρα, δίχως να είναι σίγουρη πως θ’ άκουγε ο Χριστός την παράκλησή της απόψε, παραμονή της Γέννησής Του. Μάλιστα, ούτε που θυμόταν εάν την είπε δυνατά ή από μέσα της, έτσι όπως ήταν ναρκωμένη στην πολυθρόνα από την ευεργετική ζεστασιά της γερασμένης φωτιάς που ξεψυχούσε αφρόντιστη. Εκείνη η αναπάντεχη φθινοπωρινή βροχή ένα μήνα πριν -όταν κατέβαινε τις σκάλες του τραίνου- την είχε στείλει για μέρες στο νοσοκομείο. Καλά που η ασφάλιση της κάλυψε μια γερή αναρρωτική άδεια κι έμεινε στο σπίτι, παγωμένες μέρες όπως αυτές.
Η Νόρα προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. -Αν δεν κινηθείς, κυρά μου, θα πιαστείς ολόκληρη, μονολόγησε.
Οι λέξεις έβγαιναν κουρασμένες από το στέρνο της καθώς έσκυβε τρίβοντας υπομονετικά τις σκουριασμένες κλειδώσεις των ποδιών της. Μετά, σαν αυτόματο, αναστήλωσε το κορμί και άπλωσε με δυσκολία τα χέρια. Έμοιαζε χτυπημένο θαλασσοπούλι σε αφιλόξενη ακτή.
-Αχ! Αυτός ο σφάχτης, ο αφόρητος. Οι ώμοι δεν μ’ αντέχουνε, τα πόδια δεν κρατάνε. Αλλά τι! Δεν τσάκισα τότε που γκρεμίστηκε ο κόσμος γύρω μου, τώρα θα λυγίσω;
Κοιτάχτηκε στον παμπάλαιο καθρέφτη κι ίσιωσε λίγο τα μαλλιά της. Της άρεσε η εικόνα που της έδειξε. Χαμογέλασε στη διαπίστωση αν και κάπου-κάπου, την θύμωνε.
–Αυτός ο ζαρωμένος καθρέφτης, σε ξεγελάει, κι εσύ, χαζή, κουβαλάς τον δίδυμο εαυτό σου ωραιοποιημένο, για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι την μοναξιά σου στις ατέλειωτες ώρες της εγκατάλειψης.
Σιδηρόδρομος γινόταν ο μονόλογος। Γενικά, δεν ήθελε να μιλάει σε κανένα για τον εαυτό της. Φιλική, με όλους, μα σε απόσταση, είτε γυναίκες είτε άνδρες. Μονόχνοτη κατ’ ανάγκην. Ακόμη και τα τρία καναρίνια της -με θέα στο παράθυρο του νοτιά, μόνο όταν δεν την έβλεπαν ελευθέρωναν τα τραγούδια τους. Είχε μια ζωή δίχως μεγάλα γεγονότα, δίχως σημαντικές ευκαιρίες. Ίσως να μη τις έβλεπε όταν παρουσιάζονταν, ίσως να μην ήθελε να τις αναγνωρίσει. Ό,τι ήθελε να πει, το συζητούσε στο αντίγραφό της, στον καθρέφτη κι έδινε την ανάλογη ερμηνεία, την ποθητή τροχιά. Γι’ αυτό αναρωτήθηκε γιατί της ήρθε να ευχηθεί απόψε:
«-Χριστέ μου, κάνε τ’ όνειρο θαύμα γι’ αυτό το βράδυ…»
Κάθε χρονιά, έκανε την ίδια ευχή. Η μνήμη της την είχε αποστηθίσει και την επαναλάμβανε σαν κουρντισμένο ρολόι κάθε παραμονή των Χριστουγέννων. Υπομονετικά, περίμενε ένα ολόκληρο χρόνο, για να διαπιστώσει τι; την πορεία του Τίποτα; Εξασθενισμένο, πλέον, το παλιό όνειρο. Μα η πίκρα; Πότε θ’ άδειαζε η πίκρα της προδοσίας; Ο παλαιός, ζαρωμένος καθρέφτης δεν της απαντούσε…
Ρίγησε στις αναμνήσεις των εύπλαστων χρόνων της. Αυτή η νύχτα τις επέστρεφε το ίδιο δυνατές, με όλα τα κατάλοιπα της καταστροφικότητας: την πύρινη εικόνα του αρραβωνιαστικού της και της μικρής της αδελφής. Εκείνη κι εκείνος. Εκείνος κι εκείνη. Άσχετα ποιο πρόσωπο εμφανιζόταν πρώτα, ευτυχισμένο, ειρωνικό ή χαιρέκακο. Μαζί, πάντα και τα δύο, κάνοντας την ζωή της αφόρητη. Όταν δε, ήρθε και το μωρό τους –ο σπόρος της απιστίας τους- ανήμερα την νύχτα της Παραμονής… Όχι, δεν ήταν, πλέον, εύκολο να σβήσουν τα σημάδια από τις οικείες μαχαιριές.
Ποτέ της δεν κατάλαβε από ποια αστείρευτη πηγή έτρεχαν τόσα δάκρυα ακόμη και ώρες που δεν υπήρχε αιτία σοβαρή. Τότε, η μόνη της λύση ήταν η δραπέτευση. Όσο μακρύτερα πήγαινε, τόσο το καλύτερο γι’ αυτήν. Έφυγε για τη μεγάλη χώρα, να χαθεί στην πανσπερμία, σβήνοντας μαζί και την ημερομηνία της Επιστροφής. Ευτυχώς, που με τα χρόνια, οι κρουνοί των δακρύων κάπως άδειασαν.
Άφησε το καθιστικό με το ευεργετικό τζάκι και διασχίζοντας το σαλόνι, κατευθύνθηκε στο βορινό παράθυρο. Το χιόνι, ήθελε τούτα τα Χριστούγεννα ολόλευκα και τη βελανιδιά τής μπροστινής αυλής της αμίλητη μέσα στην ησυχία ν’ απλώνει τις ξυλιασμένες παλάμες της στις χιονονιφάδες.
Η απόφαση να πάρει αυτό το σπίτι ήταν η πιο καλή της. Λίγο μικρό, μα για ποιον μεγαλύτερο; Η μοναξιά μπορεί και γεμίζει όλους τους χώρους.
Καλύτερα μικρό. Η Νόρα αυτό το γνώριζε πολύ καλά. Στην πραγματικότητα, η βελανιδιά ήταν εκείνη που την έκανε να χρεωθεί και να το αγοράσει. Φυσικά, στο πατρικό της, η γέρικη βελανιδιά δεν είχε ποτέ φιλοξενήσει τόσο χιόνι στ’ αρχοντο-κλαδά της, όμως στις νύχτες του βοριά χόρευε ευλύγιστα τα τρυφερά όνειρα της Νόρας.
Οι παλιές αναμνήσεις ήδη έβραζαν…
-Μου έκλεψαν την ίδια την ζωή! ψιθύρισε και χτένιζε με το βλέμμα τον δρόμο δίχως να βλέπει τίποτα. Στο βάθος των ματιών, η χαραγμένη εικόνα εκείνου κι εκείνης ολοζώντανη κι ας της ήταν ξένοι πλέον, μετά από τόσα χρόνια εθελοντικής απομάκρυνσης.
-Άραγε, πως να μοιάζουν τώρα; Διερωτήθηκε. Και το μωρό του ΄70; Θα έχει γίνει άντρας!
Θα ήθελε να ήξερε τίνος μοιάζει, τουλάχιστον. Θα τον ήθελε να μοιάζει του πατέρα της.
Η μάνα τους, έσβησε στη γέννα της μικρής αδερφής. Αυτή και ο πατέρας την ανάθρεψαν, «-γι’ αυτό μας βγήκε και κακομαθημένη… » Στα αφτιά της, κατακάθαρη η φωνή του πατέρα.
-Μη τη συνερίζεσαι τη μικρή. Βλέπεις, δεν γνώρισε καθόλου την μάνα της, εσύ είσαι άλλο, είσαι η δυνατή, της έλεγε συχνά.
Ασυναίσθητα, με τις πικρές αναμνήσεις, χάιδεψε το προτελευταίο δάχτυλο του αριστερού της χεριού.
-Εδώ, θα μπορούσε να ήταν το δαχτυλίδι που εικοσιπέντε χρόνια πριν, μου είχε προσφέρει εκείνος… Το δαχτυλίδι που θα λαμπίριζε σαν το Άστρο με τα πολύχρωμα φωτάκια των Χριστουγέννων… όχι να μένει άδειο, τόσα χρόνια… κι αυτά τα δάχτυλα, θα μπορούσαν να γίνουν σπαθιά ατσαλένια και να πάρουν το δίκιο μου πίσω… Ανάσανε βαριά, ακόμη άγριο θηρίο…
-Ας συγχωράνε όλοι, την πρόωρα φουσκωμένη κοιλιά της μικρής αδερφής. Έπρεπε να του δώσω πίσω το δαχτυλίδι. Έπρεπε, για την τιμή του σπιτιού, για την αξιοπρέπεια του πατέρα, για την μνήμη της μάνας. Έπρεπε, για τον Γολγοθά τον δικό μου.
Η Νόρα πάλι μονολογούσε. Ήθελε να ρίξει γροθιά στο παγωμένο τζάμι. Άρχισε να εκνευρίζεται μ’ όλες τούτες τις σκέψεις που επέπλεαν πάλι απόψε σαν φύκια σε ταραγμένη θάλασσα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Ήταν κάποιες άλλες φορές, που δικαιολογούσε την απειρία της μικρής αδελφής της.
-Τη μικρή, τώρα με τα χρόνια, κάπως την καταλαβαίνω. Εκείνον όμως; Αφού τον έβλεπα τα καλοκαίρια, σαν ξάπλωνε στην ακρογιαλιά να ηλιάσει το κορμί του, το πως γλυκο-χαριεντιζόταν με τις φίλες μου… Πώς πίστευα ότι την αδερφή μου θα την άφηνε; Με βρήκε πολύ εύπιστη, πολύ βολική. Ίσως, ίσως γι’ αυτό και με αρραβωνιάστηκε, να του καλύπτω την ματαιοδοξία του. Εκμεταλλεύτηκε ό,τι καλύτερο είχα. Την πίστη στην αγάπη. Την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους.
Η πρώτη αγάπη, όλοι το λένε, είναι τυφλή, μα ποιος νέος το παραδέχεται. Αμφιβάλλω αν η αδερφή μου θα τον συμμόρφωσε…
Από τον μονόλογο, η άχνα της έβγαινε καυτή και ίδρωνε το τζάμι. Με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο πρεβάζι του παραθύρου, συνέχιζε να κοιτάζει τον κάτασπρο δρόμο. Ένας απροσδόκητος αγέρας βάλθηκε να στροβιλίζει γρηγορότερα τις νιφάδες. Οι παλάμες της βελανιδιάς άρχισαν να συμμετέχουν στο χορό, τινάζοντας στο έδαφος το εύθραυστο φορτίο τους. Τα μάτια της Νόρας τις ακολουθούσαν μαγνητισμένα, μέχρι που δύο ξασπρισμένες φιγούρες στο απέναντι πεζοδρόμιο, απορρόφησαν όλη την προσοχή της.
-Τρελός παπάς θα τους βάφτισε, αν δεν είναι μεθυσμένοι. Τι πάθανε και χτυπάνε την ξένη πόρτα, δώδεκα και η ώρα… Θ’ ανοίξει να τους αρπάξει ο Κολομπιάνος και τι θα γίνει εδώ απόψε…
Έκπληκτη, τους είδε να κοιτούν κατά τη δική της μεριά και βουτώντας μέσα στο χιόνι, ν’ ανεβαίνουν τρεκλίζοντας τα δικά της σκαλιά. Μισανοίγοντας το παράθυρο,
-Ποιον ζητάτε; τους ρώτησε σιγά, για να μη ξυπνήσει τους γέρους γείτονές της.
-Την κυρία Νόρα Περούζη θέλουμε, αν έχει ακόμη το ίδιο όνομα. Είναι κάτι σοβαρό… πολύ σοβαρό. Δεν είμαστε τρελοί να γυρίζουμε έξω, νύχτα σαν κι αυτή, απάντησε ο πιο εύσωμος.
-Οι Έλληνες, εδώ, είναι κάμποσο τρελοί, μα εσείς δεν δείχνετε για κάτι τέτοιο. Ναι, εγώ είμαι, τους είπε, ενώ καθώς τους περιεργάστηκε στο φως, έμεινε έκπληκτη. Τους άνοιξε την πρώτη πόρτα, σαστισμένη. –Μα, εσύ, είσαι ο κουμπάρος… ο… Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα.
-Ναι, είναι ο νουνός μου… της είπε ο νεαρός που έμοιαζε με τον πατέρα της στις νεανικές φωτογραφίες του. Εγώ, είμαι ο γιος της αδελφής σας, συνέχισε τινάζοντας έξω το χιόνι από πάνω του όπως το πουλάρι που τίναζε την σκόνη απ’ τη χαίτη του.
-Το ταξί μάς περιμένει παρακάτω. Δεν εύρισκε χώρο να σταθεί ενώ εμείς σας ψάχναμε, της διευκρίνισε ο κουμπάρος, τρίβοντας γρήγορα τα χέρια του για να ζεσταθούν. Κάτι πήγε να ρωτήσει η Νόρα, μα δεν ήξερε από που να αρχίσει.
-Θεία, βάλε μπότες ψηλές, το χιόνι είναι δύο πιθαμές, τυλίξου καλά. Τα άλλα, τα λέμε στο δρόμο.
«Θεία»! Η προσφώνηση ακούστηκε σαν κανονιά στ’ αυτιά της. Αυτός ο νέος της μιλούσε φυσικά, με άνεση, λες και την είχε δει και χθες, και προχθές… Στη γωνία έχασκαν οι μπότες της, μα ούτε τις έβλεπε. Πήρε βαθιά ανάσα να συνεφέρει τον εαυτό της για να ετοιμαστεί. Δεν κατάλαβε πως άρπαξε κι ένα τσουρέκι για την κρύα διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο.
-Πάμε, τους είπε τελικά, βγάζοντας τα κλειδιά για να κλειδώσει.
Χιονοστιβάδες κυλούσαν τα γεγονότα που της εξιστορούσαν στο ταξί, αν και σε ανακατεμένες δόσεις... Η καρδιά της, συμπλήρωνε τα κενά. Στιγμές-στιγμές, ήθελε ν’ ανοίξει την πόρτα του ταξί και να πηδήξει έξω, να χαθεί στο παγωμένο δρόμο. Το σπουδαιότερο όμως, ήταν να σταματήσει να βλέπει στα μάτια του ανιψιού της τα μάτια του πατέρα της, απαράλλαχτα όπως ήταν όταν της ζητούσαν την βοήθειά της…
-Θεία, εντάξει, δεν είχαν ιδανικό γάμο οι δικοί μου, κι αν κράτησε ως τώρα, είναι από την υπομονή της μαμάς. Μα αν δεις τώρα τον πατέρα, δεν θα τον αναγνωρίσεις. Άσε που πιστεύει πως η κατάσταση της μαμάς έγινε εξ αιτίας του… Ξέρεις, πούλησε εκείνο το μεγάλο χτήμα για να μας φέρει όλους εδώ και να της προσφέρει ό,τι είναι δυνατόν, για να την κάνει καλά. Ήδη, το ένα νεφρό της το αφαίρεσαν, για το άλλο, μάλλον θα χρειαστεί μεταμόσχευση… Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση, μα ας ελπίζουμε, Θεία, κακό δεν κάνει η ελπίδα, της είπε ο νέος με τρέμουλο φωνής.
-Θεέ μου, υπάρχουν κι άλλες ζωές ραγισμένες, σκέφτηκε η Νόρα κρύβοντας τις κραυγές που κόχλαζαν στα βάθη τού είναι της. Άπλωσε το χέρι της κι ακούμπησε το δικό του.
-Κοίτα, να, φτάσαμε στο νοσοκομείο, καλά μας έφερε ο ταξιτζής , είπε ο κουμπάρος.
Αντικρίζοντας την μισο-ναρκωμένη αδελφή της στο κάτασπρο κρεβάτι, η Νόρα ξανάφερε την αξεθώριαστη εικόνα της μάνας τους, τότε, στην μοιραία γέννα. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι και τ’ ακούμπησε στο χέρι της αδελφής της. Με ρίγος διαπίστωσε πόσο έμοιαζαν αυτές οι δύο εικόνες.
-Ω! Χριστέ, που γεννιέσαι κάθε χρόνο, δίχως να το μετανιώνεις, κάνε το θαύμα σου, μουρμούρισε, απορροφημένη στην τρομερή ανάμνηση. Τα μάτια της έκαιγαν, μα δάκρυ δεν κύλησε.
-Μόνο αν ταιριάξει το δικό σου νεφρό, κι αν, βέβαια, εσύ θελήσεις να συμβάλλεις στο θαύμα.
Η Νόρα γύρισε έντρομη, μαγνητισμένη στο άκουσμα της φωνής του.
Ήταν δυνατόν, να τον προσπέρασε στο διάδρομο χωρίς να τον αναγνωρίσει; Απότομα απέσυρε το χέρι της από την αδερφή της, μα δεν του το πρόσφερε.
Τον κοίταξε στα γρήγορα. Για ένα τραγικό δευτερόλεπτο, νόμισε πως θα ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Εκείνος, ο άνδρας της μαραζωμένης αγάπης της, όπου στα μάτια της ήταν καράβι ψηλο-κάταρτο, εκείνος, ο γόης των καλοκαιριών της νιότης της, που ξάπλωνε τα μέλη του στον ήλιο της ακροθαλασσιάς και χαμογελούσε πονηρά κι ενθαρρυντικά ακόμη και στις φίλες της, εκείνος, ο άπιστος μα αγαπημένος αρραβωνιαστικός της -που κοιμήθηκε με την μικρότερη αδελφή της αφήνοντας την έγκυος, εκείνος που τίναξε στον αέρα τον ιδανικό κόσμο της, ήταν αυτός ο ίδιος, μεταμορφωμένος σ’ αυτόν τον περίλυπο, εύσαρκο κύριο με το μοναδικό τσουλούφι στην κορυφή του κεφαλιού του; Για ένα δευτερόλεπτο, αισθάνθηκε γοητευτική. Αξεπέραστη. Τίναξε το κεφάλι της ψηλά, ευχαριστημένη. Ήταν η ώρα της μεγάλης εκδίκησης. Ήταν η στιγμή της υπεροχής. Ήταν η ικανοποίηση των πρώτων εντυπώσεων μετά από τόσα χρόνια σκοτεινών επιθυμιών και απεγνωσμένων ονείρων. Ήταν το μέτρημα του ΕΓΩ και του ΕΣΥ στο ΤΩΡΑ. Ήταν η νίκη.
Μα, η ζωή της; Η φυγή της στα πέρατα του κόσμου; Τα δάκρυά της γι’ αυτόν, που αν τα μάζευε, με τα χρόνια θα γέμιζαν την πατρική στέρνα όπου κάποτε, όταν ήταν μικρά, πηδώντας μέσα, χόρευαν και πατούσαν τα σταφύλια… εκείνα τα δάκρυα τί θα τα έκανε; Θα γύριζαν πίσω να την πνίξουν! Αυτή, λοιπόν, ήταν η πλήρωση των πάντων και του τίποτα;
Απότομα συνήλθε, λες και ντροπιάστηκε.
-Το θαύμα, το θαύμα ήδη έγινε! Είπε. Η φωνή της ξεχύθηκε στην αίθουσα καθαρή, σταθερή, ελεύθερη. Αθρυμμάτιστη, σαν την καμπάνα των Χριστουγέννων.
-Τώρα που είσαι εδώ, Θεία, κι εγώ το πιστεύω, συμπλήρωσε ο ανιψιός της, αγκαλιάζοντάς την. Όπως την αγκάλιασε, το σφίξιμο πάλι της θύμισε τον πατέρα. Αυτός ο αξιολάτρευτος νέος, ήταν ο ανιψιός της, ήταν ο συνδετικός κρίκος της οικογένειας, ήταν το δαχτυλίδι που είχε πετάξει στα πόδια τού τότε άπιστου αρραβωνιαστικού της.
Ήταν το παιδί που θα μπορούσε να ήταν δικό της, μ΄ εκείνον που αγαπούσε και θα την είχε κάνει μάνα. Χαλάρωσε το αγκάλιασμα του ανιψιού της…
Έκανε λίγο πίσω για να τον καμαρώσει.
-Ξέρεις πόσο μοιάζεις του παππού σου; του είπε ικανοποιημένη, καλωσορίζοντας το πρώτο χαμόγελο της συγγνώμης στα άβαφα χείλη της. Η αδελφή της, τρεμόπαιξε τα υγρά βλέφαρα. Απόλυτη η σιγή στο δωμάτιο που άρχισε να ζεσταίνεται με την αγάπη της συγνώμης.
-Αύριο, θα φροντίσω εγώ για τον γιατρό και τις εξετάσεις, συμπλήρωσε σιγανά ο κουμπάρος, κρατώντας το χέρι της άρρωστης, ενώ τα μάτια του δεν έφευγαν από την Νόρα.
-Αύριο; Ποιο Αύριο; το Αύριο είναι Τώρα. Είναι το Σήμερα, απάντησε η Νόρα λάμποντας. Το Θαύμα, γεννήθηκε Σήμερα.
Ήταν το συμβόλαιο ελπίδας που νοερά υπέγραφε η Νόρα στον ώμο του ανιψιού της, καθώς τον έδενε πάλι στοργικά στην αγκαλιά της.
ΤΕΛΟΣ
ΚΑΛΈς Μέρες να έχετε! ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΑΣ