Σώνεται κι ο Σεπτέμβρης, άτι ατίθασο,
τραγανίζοντας το νοτισμένο στεφάνι
της Σελήνης. Μπρούσκες οι αναμνήσεις κι όσο
μέλι κι αν δοκιμάζω δεν μειώνουν το φαρμάκι
της απουσίας σου.
Νοστάλγησα ένα χελιδόνι περαστικό.
Με αγνόησε. Παραμιλώ με τα σπουργίτια
που περιμένουν τα δάκρυα του ουρανού να
ξεδιψάσουν, προσπαθώ να μάθω την φλύαρη
γλώσσα τους -ελπίζοντας να μεταφέρουν όσα
μου στέρησες από τότε που φτερούγισες στο
βαθύ γαλάζιο του
ουρανού.
Όμορφο το πρόσωπό σου, κι η σκιά σου
απείραχτη από της γης το σφιχταγκάλιασμα,
δεν σταματά να με επισκέπτεται στις
λιγοστές ώρες του ύπνου.
Κι είναι φορές που η θέρμη του κορμιού σου
με ξαφνιάζει, και τότε αδειάζουν τα πιθάρια
του νερού να αγαλλιάζει η χλόη.
Σήμερα, με διπλο-καλημέρισες!
Αστραπή πορφυρή κι αθόρυβη, γαντζώθηκε
στο χαμηλό κλαδί της λεύκας ο αγύρτης
καρδινάλιος που επέστρεψε στη φωλιά τους.
Του μίλησα με το αδέξιο τραγούδι μου, σκούπισα τα μουδιασμένα μάγουλα, και
Θεέ μου! ένα μοναδικό αγριο-κυκλάμινο στη μικρή γλάστρα, με ταξίδεψε στις ομορφιές τής Πατρίδας. Σταύρωσα τα χέρια πάνω από την καρδιά, έκλεισα τα βλέφαρα, έσφιξα τα χείλη, και ψέλλισα:
«Ευχαριστώ , Αγάπη μου.
Ευχαριστώ Ζωή»