(Παλαιό μελανοδοχείο. Σχέδιο Υιώτας)
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ-ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΔΡΑΣ
(ανέκδοτο διήγημα, Ιούνιος 2004)
-Κύριε,
κύριε, σας συμβαίνει κάτι; Μήπως θέλετε
να φωνάξω για βοήθεια;
ρώτησε μ’ ενδιαφέρον από μια κάποια απόσταση
ο μικρός Παναγιώτης τον ηλικιωμένο άνδρα που καθότανε λοξά στον πράσινο πάγκο.
Έδενε το σπάγκο του χαρταετού του στα σιδερένια κάγκελα του προστατευτικού
φράχτη της ακτής του ποταμού East.
Ήταν κιόλας η πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη κι ο καιρός τους δώρισε απρόσμενα τρεις
μέρες γεμάτες καλοκαίρι!
Ο ξένος άνδρας, με την χειρόπλεκτη καφέ
ζακέτα, είχε τα χέρια σταυρωμένα στην
αριστερή μεριά του στήθους, προσπαθώντας να ηρεμήσει την καρδιά του που χοροπηδούσε σαν κατσικάκι.
Μια άσπρη βάρκα με γαλάζια πανιά, γλίστραγε στο βάθος αφήνοντας φουσκωμένα κύματα στο πλατύ στέρνο του
ποταμού.
-Νόμισα
ότι είναι καλή η ημέρα, σήμερα, για το χαρταετό μου, μα φυσάει αρκετά. Έχω
συνηθίσει να έρχομαι κάθε απόγευμα, από το καλοκαίρι. Και σήμερα μοιάζει σαν
καλοκαίρι! …σε δεκαπέντε μέρες θα έχουμε Χριστούγεννα! … Έμεινε
ένα-δυο λεπτά σιωπηλός, και -Με ξέρεις, έτσι δεν είναι; Εγώ... σε ξέρω, και η θεία μου σας ξέρει…
Ακάθεκτος, ο μικρός
Παναγιώτης. Έδεσε σ’ ένα μεγάλο φιόγκο το σκοινί του χαρταετού του, και άρχισε
να πλησιάζει τον ηλικιωμένο κύριο. Εκείνα τα μεγάλα γαλάζια ματάκια του
στόχευαν κατ’ ευθείαν στη καρδιά.
-Σε
βλέπουμε κάμποσο καιρό να βολτάρεις πάνω-κάτω εδώ, στη γειτονιά μας, συνέχισε ο μικρός Παναγιωτάκης. Είσαι… κάπως αμίλητος...
μα η θεία λέει πως δεν πρέπει να σε φοβάμαι αφού δεν παραμιλάς, όπως κάνουν
μερικοί εδώ γύρω τα Σαββατοκύριακα, γι’ αυτό
και δεν μ’ αφήνει μόνο μου, εδώ.
Ο μικρός, έκανε ακόμη δυο βήματα. -Να, γυρίστε το κεφάλι σας και κοιτάξτε
εκεί πάνω. Την βλέπεις; Όταν δεν έχει
κόσμο στην «ακτή», μένει ακουμπισμένη στο παράθυρο, για να με παρακολουθεί.
Ο μικρός, περήφανος
που θυμόταν να μιλάει και στον «πληθυντικό», τον πλησίασε. Με όσους τους νόμιζε γνωστούς –άρα φίλους του!-
προτιμούσε τον «ενικό».
-Ξέρεις;
Σε είδαμε κάποια μέρα που έκλαιγες και προσπαθούσες να σκουπίσεις τα μάτια σου,
για να μη σας δούμε. Η θεία μου λέει πως και οι μεγάλοι άνδρες κλαίνε, μα η
δασκάλα μου, η Μίσες Αντωνία, μας λέει πως τα αγόρια είναι σαν τους μεγάλους
άνδρες, και δεν πρέπει να κλαίνε ούτε μέσα στην αίθουσα, ούτε στην αυλή του
σχολείου…
Ο μικρός Παναγιώτης είχε πλησιάσει το
μοναδικό πράσινο παγκάκι στη λίγη άπλα της ποταμίσιας ακτής, όπου τελευταία
καθόταν πιο συχνά ο άγνωστος άνδρας, και με την αθώα περιέργεια του τον περιεργαζόταν.
-Σίγουρα
κάτι σας συμβαίνει. Ενώ με ακούτε, δεν μου απαντάτε... Δεν κάνει και πολύ ζέστη!
… και σεις φαίνεστε κάπως ιδρωμένος...
θέλετε να φωνάξω τη θεία μου;
Ο άγνωστος, πήρε μια δυο βαθιές ανάσες.
Σήκωσε το δεξί χέρι να σκουπίσει τις χοντρές στάλες ιδρώτα από το μέτωπο του,
και μετά βίας ψέλλισε ένα “ευχαριστώ”.
Ο μικρός, ευχαριστημένος που πήρε τελικά μια
απάντηση, κοίταξε την θεία του, της έκανε ένα νόημα με το χέρι και κάθισε στο
λίγο κενό που υπήρχε στο παγκάκι. Θαρρετά, αυτοσυστήθηκε.
–Με
λένε Πίτερ, Παναγιωτάκη, είπε. Μα, με σας, αφού δεν
έχουμε μιλήσει, δεν ξέρουμε πως σας λένε
–Πίτερ,
απάντησε, με δυσκολία, ο άγνωστος..
-Θέλεις
να πεις πως έχουμε το ίδιο όνομα; Τότε, θα σε φωνάζω Μίστερ Πίτερ, και μπορείς
να μ’ εμπιστεύεσαι, είπε
καταχαρούμενος.Τώρα,
μπορείς να μου πεις τί έπαθες; Μήπως θέλεις να σου φέρει λίγο νερό, η θεία μου;
είναι καλή γυναίκα.
–Όχι,
κάποια ζαλάδα μ’ έπιασε και δεν μπορούσα να ανασάνω. Τώρα είμαι καλύτερα.
Οι λέξεις του άνδρα έβγαιναν με κόπο. Αλλά ο μικρός, λαλίστατος!
-Έτσι έπιασε και τον θείο μου, όταν εγώ
ήμουν μικρός! Φοβήθηκε, και δεν ήθελε να το πει ούτε στη θεία μου, ούτε στη
μαμά μου… Όμως, αφού δεν πήγε στο γιατρό
αμέσως, μετά από λίγες μέρες, πάει,
πέθανε!
Χαμογέλασε αδιόρατα, ο Μίστερ Πίτερ.
Γρήγορος
ο κύκλος της ζωής του, τώρα πέρναγε από τα μισόκλειστα μάτια του.
… Πριν ενάμισι μήνα, είχε βρει ένα μικρό
ημιυπόγειο στο τελευταίο απόμακρο σπίτι, κοντά στην καμπύλη του δρόμου και αποφάσισε να το νοικιάσει. Όχι βέβαια για την
τιμή, διότι του «έπεφτε» λίγο ακριβό, μα
άξιζε. Βλέπεις και η γειτονιά ήταν καλή και το κυριότερο ήταν κοντά στο
ασίγαστο ποτάμι που μοσχομύριζε θαλασσόνερο. Ήταν ο περίφημος Ανατολικός
Ποταμός, ο «Ηστ Ρίβερ» όπως τον έλεγαν συνήθως οι αλλοδαποί, με τα αμέτρητα
γλαροπούλια και τις τολμηρές χρυσοπράσινες πάπιες.
Η παραπανίσια γοητεία του ποταμού ήταν τ’
ακατάπαυστα διπλά ρεύματα, το μισό να
πηγαίνει και το άλλο μισό να έρχεται. Και τα δύο μαζί, ένα πλατύ υδάτινο σώμα
που πολλές φορές παρατηρούσες με δέος τις ρουφήχτρες του, ιδίως στις ώρες του
ξέφρενου βοριά.
Σαν αργοχυνόταν πέρα, στον Ατλαντικό Ωκεανό,
αναδευόταν και στροβίλιζε την μυρωδιά του θαλασσόνερου κατά μήκος και πέρα από
τις ακτές του.
Το ταραγμένο μυαλό του σπαρτάρισε σαν γοργοπέταξε
μακριά, στις Σοφάδες. Τότε, που όταν
ήταν μικρός, η μόνη γνώριμη «θάλασσα» που ήξερε, ήταν η απέραντη κοιλάδα της
Θεσσαλίας. Άλλοτε σαν λικνιστή, χρυσόλουστη λίμνη των σιταριών, άλλοτε παρθένα
νύφη με μια πελώρια, ολόλευκη αγκαλιά, γεμάτη από τα ανθισμένα βαμβάκια. Όσο
για το χρώμα της θάλασσας, τότε, την ήξερε από τις ζωγραφιές των βιβλίων πως
έμοιαζε ολόιδια στο χρώμα του ουρανού. Όσο αγαπούσε τον ουρανό που πότιζε και
δρόσιζε τη Θεσσαλική πεδιάδα «του» άλλο τόσο αγαπούσε την άγνωστη, μαγεύτρα
θάλασσα και καμιά δροσάτη καραγκούνα δεν παράβγαινε με την ομορφιά που είχε
δημιουργήσει στο μυαλό του.
΄Ετσι, λοιπόν, όταν ένας καλός συγγενής του,
που δούλευε στο Μπρέμενχάβεν της Γερμανίας, τον πήρε μαζί του “για ένα καλύτερο
αύριο” εκείνος, αθεράπευτα γοητευμένος με το όνειρο της θάλασσας, φρόντισε και
μπαρκάρισε μούτσος στο επιβατικό “ΝΕΑ
ΕΛΛΑΣ” που έκανε δρομολόγια Γερμανία-Αμερική.
Ο αιώνιος Οδυσσέας, μέσα του, θέριευε, ειδικά
τις νύχτες που συνομιλούσε με τον άνεμο…
κι αυτός, θαρρείς του ψιθύριζε
ελκυστικές κι αλλόκοτες ιστορίες, στις ξάγρυπνες νύχτες των αστεριών.
Άλλη όμως η θάλασσα των σιταριών και των
βαμβακιών, κι άλλη εκείνη που απλωνόταν, γραφική κι επικίνδυνη, γύρω στο
Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Αποφασισμένος, “τόσκασε” νύχτα και κρυβόταν
για καιρό στα ψαράδικα της προκυμαίας.
Μισή απ’ τη ζωή του την σπατάλησε για να αποκτήσει την πολύτιμη κάρτα της
παραμονής -για να μη τρέμει η ψυχή του σαν έβλεπε άνθρωπο να τον κοιτάζει δυο
φορές ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε- και την
άλλη μισή, για να μαζέψει λίγο χρήμα να βοηθήσει τη μοναδική αδερφή του
να χτίσουν στο χωριό ένα σπιτικό με τον άντρα της.
Πέρασε όλα τα χρόνια του ονείρου, σαν φυλακισμένος δουλεύοντας
έξι μέρες σ’ εργοστάσιο αυτοκινήτων
συσκευάζοντας χερούλια για πόρτες. Ίδιες ώρες, ίδιες κινήσεις, λες κ’ ήταν ανθρώπινο ρομπότ.
Μόνη του
πολυτέλεια, ήταν να κατεβαίνει στο κατηφοράκι και να ονειροπολεί τις
Κυριακές, λίγο πιο κάτω από την
επιβλητική γέφυρα του Βερενζάνο. Που και που, τα βραδάκια, ψάρευε με το καλάμι,
δίχως να κρατάει τα ψάρια που έπιανε, διότι θεωρούνται μολυσμένα. (Αυτά, χαζούλικα, έχοντας χάσει το δρόμο τους,
ξεμάκραιναν απ’ τον απέραντο Ατλαντικό κι ακολουθούσαν το πλατύ ποτάμι,
ανυποψίαστα ότι αυτό στο βάθος, πάλι θα συναντούσε τον ωκεανό τους.)
Με τις δύο
συντάξεις του, μία την κανονική και μια του «γιουνίου» -όπως έλεγαν την Ένωση-,
είχε τώρα ένα σταθερό μηνιάτικο που θα μπορούσε να τον αποζημιώσει για τα μονότονα,
σχεδόν φυλακισμένα χρόνια του, όταν θα γύριζε στη πατρίδα. Όμως, όταν του
παρουσιάστηκε κάποια μικρή ενόχληση στο μυοκάρδιο, ήξερε πως έπρεπε να μείνει
εδώ, που ήταν στα “καλά χέρια” των γιατρών, έστω κι αν δεν είχε κανέναν δικό
του για να τον κοιτάξει.
Με την αγάπη, δεν τα κατάφερνε καλά, γι’ αυτό
και δεν αποφάσισε ποτέ του να παντρευτεί. Μπορεί να ήταν και η τύχη του, ποιος
ξέρει… Ίσως έτσι, να ήταν καλύτερα. Θεωρούσε
πως είχε το κεφάλι του ήσυχο. Τόσοι φίλοι γύρω του, ήταν χωρισμένοι ή διπλο-παντρεμένοι. Αυτός,
δεν ήταν γι’ αυτά, ή κάπως έτσι πίστευε. Αλλά τώρα είχε αρχίσει και φοβόταν.
Εκείνο το σφίξιμο, εκείνες οι ταχυπαλμίες, γινόντουσαν όλο και πιο συχνές.
-Να
πας στο γιατρό, ασφάλεια έχεις και καλή μάλιστα! του
είχε πει ένας φίλος που δούλευαν μαζί.
Μπορεί να σ’ έχει πιάσει άγχος, ή … να
στενοχωριέσαι που ...τώρα κάθεσαι. Περίμενε λίγο καιρό, τελειώνω, και μετά, θα
τα λέμε μαζί.
Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που κατέβαινε
σ’ αυτή την αποκλεισμένη γωνιά, δίπλα στο ποτάμι. Αγαπούσε τον Σεπτέμβρη που
την είχε ντύσει χρυσόφυλλα από τα πλατάνια που φυτρώνουν και θεριεύουν κοντά
στο νερό, μάλιστα ένας ήμερος, ξαπλωμένος κισσός, της ροδοκοκκίνιζε την «ποδιά»
(όπως έλεγε την στενόμακρη λωρίδα) και τον φράχτη. Αν μπορούσε, θα έφερνε κρυφά
κάμποσες πικροδάφνες και σπάρτα για να του θυμίζουν τον τόπο του, μα και να τα
κατάφερνε να τα «περάσει», πάλι δεν θα μπορούσε να τα φυτέψει στην ακροποταμιά.
Βλέπεις, δεν αντέχουν στον καυτερό χειμώνα με χιόνια και πάγους, και με το
βοριά που σπαθίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Η
αλήθεια είναι πως και στις άλλες εποχές, τις πιο πολλές μέρες την
χτύπαγε ο αγέρας, μα έλπιζε τα μελλοντικά
καλοκαίρια του να ήταν πιο ξεκούραστα, πιο όμορφα.
-Αν
θα ζω, μέχρι τότε, μουρμούρισε ζαλισμένος για καλά.
-Μίστερ
Πίτερ, φαίνεσαι πολύ χάλια. Έχεις γίνει κάτασπρος! Ο μικρός σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο στόμα σαν
χωνί.
-Θείαααα,
φώναξε με όλη του τη
δύναμη,
φέρε λίγο νερό! Έλα γρήγορα εδώ! Πήρε κι άλλη βαθιά ανάσα και φώναξε:
-Ο
Μίστερ Πίτερ μοιάζει πως θα πέσει κάτω!
Έλα, έλα γρήγορα!
Η φωνή του μικρού ερχόταν στα αυτιά του
Μίστερ Πίτερ, λες κι από μίλια μακριά. Η τεράστια γέφυρα άρχισε να γυρίζει σαν
πελώρια σβούρα που νόμιζε πως θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Ο ουρανός γινόταν
Θεσσαλική πεδιάδα και τα συννεφάκια φτερούγες μαλακές από ξασμένο βαμβάκι που
τον σήκωναν ψηλά. Ενστικτωδώς, ξεκούμπωσε το γιακά του ποκάμισού του, και,
βγάζοντας από την τσέπη της ζακέτας το πορτοφόλι, το έδωσε στον μικρό του
συνονόματο.
-Δώστο
στη θεία σου, είπε με δυσκολία κι έγειρε χωρίς πνοή πάνω
στο πράσινο παγκάκι.
Όταν
συνήλθε, μερικές ώρες αργότερα, κι είδε την ασπροντυμένη νοσοκόμα πλάι του,
νόμισε πως ήταν στον άλλο κόσμο. Ενώ ο θολωμένος νους του αναζητούσε
χαμογελαστούς αγγέλους με πουπουλένια φτερά να πετούν σ’ ένα φως υπέρκοσμο και
να του γνέφουν με αγάπη, τα μάτια του καρφώθηκαν στο γελαστό προσωπάκι του
μικρού Πίτερ. Αυθόρμητα άπλωσε το μουδιασμένο χέρι του και τρυφερά τ’ ακούμπησε
στον ώμο του παιδιού.
–Σ’
ευχαριστώ πολύ, του είπε, με φωνή ευγνωμοσύνης.
Ο μικρός, γέλασε ευχαριστημένος.
-Σου
το είπα, πως αν δεν πας στον γιατρό, θα πεθάνεις σαν τον θείο μου.
Γρήγορη και φανερά αυστηρή ακούστηκε η φωνή
της θείας.
–Πίτερ,
πρέπει να προσέχεις πως μιλάς σε ξένο άνθρωπο, ιδίως όταν είναι άρρωστος! είπε
και πλησιάζοντας στο προσκέφαλο, έβαλε στοργικά το χέρι της στον ώμο του χλομού
άνδρα.
–Μας
φοβίσατε πολύ, μα όλα θα πάνε καλά, του είπε μ’ ένα
ενθαρρυντικό χαμόγελο.
Όμως, ποιος κρατούσε πίσω την γλώσσα του
μικρού!
- Μίστερ Πίτερ, αυτή είναι η θεία
μου, αυτή που σου έδειξα στο παράθυρο, θυμάσαι;
Το
όνομά της είναι Μάρθα. Τώρα που εμείς σας σώσαμε την ζωή, θα είστε κάτω την
προστασία μας.
Έτσι έκαναν και οι γονείς μου μ’ ένα τραυματισμένο γατάκι… το
πήγαν στο γιατρό, το έκαναν καλά και τώρα το έχουμε εμείς.
Ξέρεις, την άλλη
εβδομάδα, θα γυρίσουν οι γονείς μου από την Ελλάδα. Πήγαν να δουν την άλλη
γιαγιά μου. Μα πρέπει να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ!
Η θεία, προσπάθησε ν΄ αναχαιτίσει τον μικρό
ανιψιό της, σκεπάζοντας με τη παλάμη της το στόμα του.
-Δεν
θα του πεις όλη την ιστορία μας… άφησε τον κύριο Πίτερ να ηρεμήσει… Όταν τον
αφήσουν οι γιατροί, θα γνωριστούμε καλύτερα…
-Θεία!
Μπορούμε να τον καλέσουμε τα Χριστούγεννα στο τραπέζι μας; Αφού λείπει ο
παππούς στην Ελλάδα, θα τον ντύσουμε Σάντα!!!
-Αχ!
Πίτερ! …θα τα βρούμε… άσε να γίνει καλά ο κύριος… Μην τον στενοχωρείς!
Πλατύ και σίγουρο
το χαμόγελο του «Μίστερ
Πίτερ», τώρα. Η θεία-Μάρθα χαμογελούσε σαν Παναγιά κι ο μικρός Πίτερ ήταν για αυτόν πρωτόγνωρη γλύκα.
Ανασηκώθηκε,
με μια κρυφή ελπίδα μέσα του. Ο κόσμος του, δεν θα ήταν μοναχικός πλέον.
Το διαισθανόταν,
το διάβαζε στα μάτια και των δύο.
-Αφήστε
τον, δεν με στενοχωρεί, … είπε γελαστά. Απλώς,
είναι ένας μικρός μεγάλος άνδρας...
*****************************************
Αγαπημένοι μου,
μετά τις τόσες ταλαιπωρίες -που δεν τέλειωσαν-
με το νέο σύστημα στο κομπιούτερ...
σκέφτηκα να σας βάλω ένα διήγημά μου, για ... αλλαγή!
Χίλιες ΕΥΧΕΣ σε όλους όσους γιορτάζουν,
κουράγιο σε κείνους που έχασαν αγαπημένο πρόσωπο που μας πόνεσε ιδιαίτερα,
Φιλιά κι Αγάπη στα παιδιά,
όλα τα παιδιά,
και με την σκέψη μου σε όλους σας,
προσωρινά σας αφήνω.
Πάντα με την αγάπη,
Υιώτα