(
τελευταίο μέρος του διηγήματος)
Η σενιόρα, όπως έγραψε στο σημείωμά της, έφυγαν στις είκοσι-επτά. Από ψηλά, τους είδε στην αυλή, τον χαιρέτισαν, κι αυτός, με νοήματα τους ευχήθηκε να έχουν καλή τύχη.
Τις υπόλοιπες μέρες, έκοβε λίγο-λίγο από το γλυκό σπιτίσιο χριστόψωμο, για να μη του τελειώσει γρήγορα… μάζευε ένα-ένα τα ψίχουλα από την άσπρη πιατέλα της Μπέση, ενώ δεν ήξερε πλέον τι να ευχηθεί για τον εαυτό του.
Η ιστορία με το πόδι του, έκανε τα χρόνια του να τον βαραίνουν πιο πολύ.
Η τελευταία φέτα του χριστόψωμου, ενήργησε όπως το υπνωτικό στον μελαγχολικό κυρ-Ανδρέα. Με τη φωτογραφία του Πέτρου και της Ματίνας στο στήθος του, έκανε με το χέρι ένα σύντομο νεύμα στη Μπέση που τον έβλεπε απόκοσμα κι αποκοιμήθηκε. Σιωπηλές οι ώρες χάνονταν. Το παλιό σταματημένο ρολόι, φυσικά δίχως καινούρια μπαταρία, αδυνατούσε να τις μετράει. Άλλωστε, ποιον να ένοιαζε; Το μέτρημα του χρόνου το χρειάζονται όσοι έχουν κάτι να κάνουν, κάτι να προφτάσουν. Γι’ αυτόν, η κάθε χρονιά ήταν μία αναγκαστική συντήρηση της ύπαρξής του. Μόνο και μόνο να μη δει τον οίκτο στα μάτια της όμορφης Μπέση. Αν ήθελε, σιγά-σιγά, μπορούσε ν’ ανεβοκατέβει τα σκαλιά, όπως και στη γέφυρα μπορούσε, ζεστο-ντυμένος, να πάει να ρίξει σπόρια και μπαγιάτικα ψωμιά στα πουλιά… οι γλάροι, με την κλαψιάρικη φωνή τους, σίγουρα θα τον ευχαριστούσαν με κύκλους πάνω από το κεφάλι του… εκεί, κάποιον θα εύρισκε για παρέα… ν’ ανταλλάξουν δυο κουβέντες… Θα μπορούσε, αν ήθελε, να πάει και να καλωσορίσει τους νέους ενοίκους, έτσι στα πεταχτά… μα δεν ήθελε! Είχε μείνει άδειος κι αυτό τον φόβιζε πιο πολύ. Το βράδυ δε, που έφυγε η σενιόρα, ήταν εφιαλτικό. Δεν είχε μείνει ούτε ένα κοντινό πρόσωπο.
Θύμωσε με το εαυτό του, μάλωσε με το Θεό που τον εγκατέλειψε, με πνιχτές φωνές τα είπε και του Χάρου πως ήταν δειλός κι ανίκανος να τον πάρει μαζί του…
Ήταν ένα βράδυ άγριο, δίχως δύναμη, δίχως ελπίδα.
Τα ήρεμα μάτια της Μπέση δεν μπορούσαν να τον συνεφέρουν. Στο στήθος του κυρ-Ανδρέα, κόχλαζε η μοναξιά οργισμένη. Με το κεφάλι πεσμένο στο στήθος, λες κι αφουγκραζόταν τη καρδιά του, κοιμόταν πάλι σ’ ένα ύπνο ταραγμένο.
Κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι του έλεγε το επίμονο βλέμμα της γυναίκας του, ούτε αν πραγματικά επικοινωνούσε μαζί του με τα βαθυστόχαστα μάτια της.
Ένα γρήγορο χτύπημα στη πόρτα, τον τίναξε.
Δεν κατάλαβε πώς κατέβασε το πονεμένο του πόδι από το τραπέζι. Ίσιωσε το μουδιασμένο κεφάλι κι έτριψε τα φουσκωμένα μάτια του.
-… άκουσες τίποτα, Μπέση; … ή μήπως ήταν η κρυφή επιθυμία μου; μονολόγησε.
Ακολούθησε δεύτερο χτύπημα. Πιο δυνατό. Γρήγορα κι άλλο! Πιο επίμονο! Σίγουρα δεν ήταν του ύπνου.
-… ποιος είναι; Απάντησε μουδιασμένα.
-Είμαι ο Πίτερ. …ο γιος του Σάντα!...
-Μπέση! Άκουσες; Κάποιος τρελός θα είναι…
...ποιος είστε; Είπε δυνατότερα.
-Σου είπα! Με λένε Πίτερ, άνοιξε! Μη φοβάσαι!
-Φύγε! Άσε με ήσυχο, όποιος και να είσαι. Ψάχνεις για φαγητό;… σιγά, δεν έχω ούτε για μένα… το τελευταίο κομμάτι της σενιόρας το τέλειωσα πριν… αν νομίζεις πως θα βρεις λεπτά! Την έβαψες! Λάθος πόρτα, φίλε… σώθηκαν πριν από την ώρα τους…
Απόρησε κι ο ίδιος που είπε τόσες κουβέντες έτσι στα γρήγορα…
-Μη φοβάσαι, σου λέω! Άνοιξε! Του είπε η φωνή.
Ταρακουνήθηκε η πόρτα…
Ο κυρ-Ανδρέας νόμισε ότι τρελάθηκε. Όποιος και να ήταν εκείνος που τον καλούσε, είχε τη φωνή του Πέτρου του, κι αυτό ήταν πολύ παράλογο!
Μουδιασμένος από φόβο αλλά και μαγνητισμένος, σηκώθηκε και πήγε να κοιτάξει στο στρογγυλό «μάτι» της πόρτας. Διέκρινε πράγματι ένα κεφάλι που έμοιαζε του Αη-Βασίλη που τον κοιτούσε χαμογελαστός!
-…μα ποιον ζητάς, είπε ο κυρ-Ανδρέας σαστισμένος, δίχως ν’ ανοίγει τη πόρτα.
Δεν γνωρίζω κανένα που να με θέλει… ούτε κι αυτός ο Χάρος…
Όμως, μέσα του, ήλπιζε σαν τρελός να είναι κάποιος που ήρθε αποκλειστικά για κείνον.
-Θυμάσαι τη Ματίνα; Τότε, στο εστιατόριο; Την κοπέλα του γιου σας; Εγώ, είμαι ο γιος της। Εμείς νοικιάσαμε το διπλανό διαμέρισμα… Θα είμαστε κοντά-κοντά.
Απόψε όμως, δεν κάνει να περάσετε το νέο χρόνο μόνος σας!
Ο κυρ-Ανδρέας, τρέμοντας, ακούμπησε τη πλάτη του στη πόρτα। Ούτε που ένιωθε κάτι, ούτε που καταλάβαινε αν έτσι έρχεται η τρέλα। Ζήτησε τη βοήθεια από τα μάτια της Μπέση. Εκείνη, συνήθως, τα ήξερε όλα!
-…να είναι αλήθεια η Ματίνα; να είναι εκείνη η Ματίνα του Πέτρου μας; Της είπε, και…
-... ποιας Ματίνας; Να τη δω, αν είναι αυτή!!!
τους φώναξε ζωηρά κι ας νόμισε πως δεν έβγαινε η φωνή του.
-Έλα, πια!, άνοιξε κυρ-Ανδρέα! Μη φοβάσαι! Για σένα ήρθαμε εδώ!
Η φωνή, σταθερή। Ο ήχος, γνώριμος. Έστριψε το κλειδί και μισάνοιξε… η ασφαλιστική αλυσίδα περίμενε την επιβεβαίωση…
-Έλα, σου λέω. Είμαι η Ματίνα, κι αυτός, ο Αη-Βασίλης, είναι ο γιος μου! Μπα σε καλό σου! Δεν με θυμάσαι κυρ-Ανδρέα; Βέβαια μεγάλωσα, πάχυνα και λίγο… Έ! Τι να κάνουμε;
Στο σπρώξιμο, η πόρτα διαμαρτυρήθηκε για λίγο... που δεν άνοιγε!
-…η Ματίνα; …καλά, πού είναι ο άνδρας σου; της απάντησε.
-Δεν τον έχω πια, κυρ-Ανδρέα μου, όμως το μοναχογιό μου; Κοίτα τον! Ούτε που χωράει στην αγκαλιά μου. Καλέ! Τι τα λέμε εδώ, έξω από τη πόρτα σου; Έλα, στο δικό μας. Να σε πάρουμε ήρθαμε!
Πόσοι άγγελοι ξέφυγαν από τη φάτνη του Μικρού Χριστού νάρθουν στη πόρτα του; Στ’ αυτιά του βούιζαν δεκάδες φωνές. Στη γέρικη καρδιά του φτερούγιζαν δεκάδες χελιδόνια…
-… δεν μπορεί। Δε γίνεται να είναι μόνο δύο αυτοί που ήρθαν να με βρουν τούτα τα μεσάνυχτα!
…Ο κυρ-Ανδρέας, έβγαλε την αλυσίδα, ανοίγοντας διστακτικά τη πόρτα. Μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο άρχισε να ψηλαφεί τα πρόσωπα που σημάδευαν το Νέο Χρόνο με το λαμπρότερο αστέρι.
Ήταν δυνατόν; Αυτή η γεμάτη, η γελαστή γυναίκα, να είναι η τότε γειτονοπούλα τους, η αγαπημένη του Πέτρου τους; Κι αυτός, ο νεαρός, ο κυπαρισσένιος Αη-Βασίλης, που είχε βγάλει τ’ άσπρα, μακριά γένια, και του χαμογελούσε καλόκαρδα, … γιατί έμοιαζε του Πέτρου τους;
Μια επίμονη σκοτοδίνη ήθελε να τον νικήσει, μα δεν ήταν μπορετό. Ο κυρ-Ανδρέας έστριψε απότομα το κεφάλι του, σαστισμένος πιο πολύ.
-…Μπέση! Πέθανα; Είμαι κοντά σου… ή … ήρθε ο Πέτρος μας;
Αφού τον αγγίζω, Μπέση, ήρθε ο Πέτρος μας! ήθελε να της πει… Η φωνή δεν ακούστηκε!
Άνοιξε διάπλατα τη πόρτα. Η ματιά του δεν ήξερε πού να σταθεί. Η Ματίνα τον έπιασε από το χέρι. Έτρεμε ολόκληρος.
-Έλα, έχουμε έτοιμο το τραπέζι। Έχουμε τόσα πολλά να πούμε। Θα ξενυχτίσουμε απόψε! Μαζί θα μας βρει ο Νέος Χρόνος.
-…μια στιγμή, να πάρω το μπαστούνι μου! της απάντησε. Η φωνή του χόρευε στη χαρά του!
-Δεν θέλεις μπαστούνι! Ακούμπησε επάνω μας… είπε κι ο νεαρός.
Στηρίχτηκε στον ώμο της Ματίνας και στο μπράτσο του νεαρού Αη-Βασίλη, μα νόμιζε πως περπατούσε στον αέρα.
-…σίγουρα θα έγινα άγγελος, ψιθύρισε ο κυρ-Ανδρέας, ενώ πίσω τους χαμογελούσαν αινιγματικά τα μάτια της αγαπημένης του.
ΤΕΛΟΣ
ΥΓ.:
Ελληνο-αμερικανικό Διήγημα: «Ο Αη-Βασίλης της Αγάπης» της Υιώτας Στρατή:
Α΄ Βραβείο ($1,000।οο), άνευ συναγωνισμού, από τον παναμερικανικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Οργανισμού: «Λόγος και Τέχνη, Σικάγου», στη μνήμη της αείμνηστης συγγραφέως και συνεργάτιδος του Εθνικού Κήρυκα κυρίας Θεανώς Μάργαρη (1991; -1991)। Πρόεδρος Επιτροπής του Οργανισμού και του διαγωνισμού, ήταν ο κύριος Φώτης Λίτσας, Επόπτης των Ελληνικών Κοινοτικών Σχολείων Επισκοπής Σικάγου και συνεργάτης του Εθνικού Κήρυκα Νέας Υόρκης (1943- 01।13। 1998). Το διήγημα, ως και τα επόμενα τρία των άλλων νικητών, δημοσιεύτηκαν τιμητικά, στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης.
Καλεσμένοι στο Σικάγο, η Υιώτα και ο Δημήτρης Στρατής, πέρασαν ένα φιλόξενο Σαββατο-Κύριακο στη πόλη των Ανέμων. Παρουσιάστηκε στην αίθουσα του Συλλόγου, κατά την Εορτή των Γραμμάτων. Για την Κυρία της ελληνο-αμερικανικής λογοτεχνίας, κα Θεανώ Μάργαρη, μίλησε ο καθηγητής και λογοτέχνης κ. Γιώργος Γιάνναρης.
Η λογοτέχνιδα Γιώτα Στρατή, μαζί με την οικογένειά της, μένει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ειδικά στο Γουέστμπερυ. Λεπτομέρειες , παρακαλώ, στην ιστοσελίδα "αστοριανή".