6 Δεκ 2014


(Παλαιό μελανοδοχείο. Σχέδιο Υιώτας)

         
       ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ-ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΔΡΑΣ
 (ανέκδοτο διήγημα, Ιούνιος 2004)

-Κύριε, κύριε,  σας συμβαίνει κάτι; Μήπως θέλετε να φωνάξω για βοήθεια;
ρώτησε μ’ ενδιαφέρον από μια κάποια απόσταση ο μικρός Παναγιώτης τον ηλικιωμένο άνδρα που καθότανε λοξά στον πράσινο πάγκο.
 Έδενε το σπάγκο του χαρταετού του στα σιδερένια κάγκελα του προστατευτικού φράχτη της ακτής του ποταμού East. Ήταν κιόλας η πρώτη βδομάδα του Δεκέμβρη κι ο καιρός τους δώρισε απρόσμενα τρεις μέρες γεμάτες καλοκαίρι!
Ο ξένος άνδρας, με την χειρόπλεκτη καφέ ζακέτα,  είχε τα χέρια σταυρωμένα στην αριστερή μεριά του στήθους, προσπαθώντας να ηρεμήσει  την καρδιά του που χοροπηδούσε σαν κατσικάκι. Μια άσπρη βάρκα με γαλάζια πανιά, γλίστραγε στο βάθος αφήνοντας  φουσκωμένα κύματα στο πλατύ στέρνο του ποταμού.
-Νόμισα ότι είναι καλή η ημέρα, σήμερα, για το χαρταετό μου, μα φυσάει αρκετά. Έχω συνηθίσει να έρχομαι κάθε απόγευμα, από το καλοκαίρι. Και σήμερα μοιάζει σαν καλοκαίρι! …σε δεκαπέντε μέρες θα έχουμε Χριστούγεννα! … Έμεινε ένα-δυο λεπτά σιωπηλός, και  -Με ξέρεις, έτσι δεν είναι;  Εγώ... σε ξέρω, και η θεία μου σας ξέρει…
Ακάθεκτος, ο μικρός Παναγιώτης. Έδεσε σ’ ένα μεγάλο φιόγκο το σκοινί του χαρταετού του, και άρχισε να πλησιάζει τον ηλικιωμένο κύριο. Εκείνα τα μεγάλα γαλάζια ματάκια του στόχευαν κατ’ ευθείαν στη καρδιά.
-Σε βλέπουμε κάμποσο καιρό να βολτάρεις πάνω-κάτω εδώ, στη γειτονιά μας, συνέχισε ο μικρός Παναγιωτάκης. Είσαι… κάπως αμίλητος... μα η θεία λέει πως δεν πρέπει να σε φοβάμαι αφού δεν παραμιλάς, όπως κάνουν μερικοί εδώ γύρω τα Σαββατοκύριακα, γι’ αυτό  και δεν μ’ αφήνει μόνο μου, εδώ. 
Ο μικρός, έκανε ακόμη δυο βήματα.    -Να, γυρίστε το κεφάλι σας και κοιτάξτε εκεί πάνω. Την βλέπεις; Όταν δεν έχει κόσμο στην «ακτή», μένει ακουμπισμένη στο παράθυρο, για να με παρακολουθεί.
Ο μικρός, περήφανος που θυμόταν να μιλάει και στον «πληθυντικό», τον πλησίασε. Με όσους τους νόμιζε γνωστούς –άρα φίλους του!- προτιμούσε τον «ενικό».
-Ξέρεις; Σε είδαμε κάποια μέρα που έκλαιγες και προσπαθούσες να σκουπίσεις τα μάτια σου, για να μη σας δούμε. Η θεία μου λέει πως και οι μεγάλοι άνδρες κλαίνε, μα η δασκάλα μου, η Μίσες Αντωνία, μας λέει πως τα αγόρια είναι σαν τους μεγάλους άνδρες, και δεν πρέπει να κλαίνε ούτε μέσα στην αίθουσα, ούτε στην αυλή του σχολείου…
Ο μικρός Παναγιώτης είχε πλησιάσει το μοναδικό πράσινο παγκάκι στη λίγη άπλα της ποταμίσιας ακτής, όπου τελευταία καθόταν πιο συχνά ο άγνωστος άνδρας, και με την αθώα περιέργεια του  τον περιεργαζόταν.
-Σίγουρα κάτι σας συμβαίνει. Ενώ με ακούτε, δεν μου απαντάτε... Δεν κάνει και πολύ ζέστη! … και σεις φαίνεστε κάπως ιδρωμένος... 
θέλετε να φωνάξω τη θεία μου;
Ο άγνωστος, πήρε μια δυο βαθιές ανάσες. Σήκωσε το δεξί χέρι να σκουπίσει τις χοντρές στάλες ιδρώτα από το μέτωπο του, και μετά βίας ψέλλισε ένα “ευχαριστώ”
Ο μικρός, ευχαριστημένος που πήρε τελικά μια απάντηση, κοίταξε την θεία του, της έκανε ένα νόημα με το χέρι και κάθισε στο λίγο κενό που υπήρχε στο παγκάκι. Θαρρετά, αυτοσυστήθηκε.
–Με λένε Πίτερ, Παναγιωτάκη, είπε. Μα, με σας, αφού δεν έχουμε μιλήσει, δεν ξέρουμε πως σας λένε 
–Πίτερ, απάντησε, με δυσκολία, ο άγνωστος..
-Θέλεις να πεις πως έχουμε το ίδιο όνομα; Τότε, θα σε φωνάζω Μίστερ Πίτερ, και μπορείς να μ’ εμπιστεύεσαι, είπε καταχαρούμενος.Τώρα, μπορείς να μου πεις τί έπαθες; Μήπως θέλεις να σου φέρει λίγο νερό, η θεία μου; είναι καλή γυναίκα.
–Όχι, κάποια ζαλάδα μ’ έπιασε και δεν μπορούσα να ανασάνω. Τώρα είμαι καλύτερα. Οι λέξεις του άνδρα έβγαιναν με κόπο. Αλλά ο μικρός, λαλίστατος!
-Έτσι έπιασε και τον θείο μου, όταν εγώ ήμουν μικρός! Φοβήθηκε, και δεν ήθελε να το πει ούτε στη θεία μου, ούτε στη μαμά μου…  Όμως, αφού δεν πήγε στο γιατρό αμέσως, μετά από λίγες μέρες,  πάει, πέθανε!
Χαμογέλασε αδιόρατα, ο Μίστερ Πίτερ. 

Γρήγορος ο κύκλος της ζωής του, τώρα πέρναγε από τα μισόκλειστα μάτια του.
… Πριν ενάμισι μήνα, είχε βρει ένα μικρό ημιυπόγειο στο τελευταίο απόμακρο σπίτι, κοντά στην καμπύλη του δρόμου και  αποφάσισε να το νοικιάσει. Όχι βέβαια για την τιμή, διότι του «έπεφτε» λίγο ακριβό, μα  άξιζε. Βλέπεις και η γειτονιά ήταν καλή και το κυριότερο ήταν κοντά στο ασίγαστο ποτάμι που μοσχομύριζε θαλασσόνερο. Ήταν ο περίφημος Ανατολικός Ποταμός, ο «Ηστ Ρίβερ» όπως τον έλεγαν συνήθως οι αλλοδαποί, με τα αμέτρητα γλαροπούλια και τις τολμηρές χρυσοπράσινες πάπιες.
Η παραπανίσια γοητεία του ποταμού ήταν τ’ ακατάπαυστα  διπλά ρεύματα, το μισό να πηγαίνει και το άλλο μισό να έρχεται. Και τα δύο μαζί, ένα πλατύ υδάτινο σώμα που πολλές φορές παρατηρούσες με δέος τις ρουφήχτρες του, ιδίως στις ώρες του ξέφρενου βοριά.
Σαν αργοχυνόταν πέρα, στον Ατλαντικό Ωκεανό, αναδευόταν και στροβίλιζε την μυρωδιά του θαλασσόνερου κατά μήκος και πέρα από τις ακτές του.

Το ταραγμένο μυαλό του σπαρτάρισε σαν γοργοπέταξε μακριά, στις Σοφάδες.  Τότε, που όταν ήταν μικρός, η μόνη γνώριμη «θάλασσα» που ήξερε, ήταν η απέραντη κοιλάδα της Θεσσαλίας. Άλλοτε σαν λικνιστή, χρυσόλουστη λίμνη των σιταριών, άλλοτε παρθένα νύφη με μια πελώρια, ολόλευκη αγκαλιά, γεμάτη από τα ανθισμένα βαμβάκια. Όσο για το χρώμα της θάλασσας, τότε, την ήξερε από τις ζωγραφιές των βιβλίων πως έμοιαζε ολόιδια στο χρώμα του ουρανού. Όσο αγαπούσε τον ουρανό που πότιζε και δρόσιζε τη Θεσσαλική πεδιάδα «του» άλλο τόσο αγαπούσε την άγνωστη, μαγεύτρα θάλασσα και καμιά δροσάτη καραγκούνα δεν παράβγαινε με την ομορφιά που είχε δημιουργήσει στο μυαλό του.
΄Ετσι, λοιπόν, όταν ένας καλός συγγενής του, που δούλευε στο Μπρέμενχάβεν της Γερμανίας, τον πήρε μαζί του “για ένα καλύτερο αύριο” εκείνος, αθεράπευτα γοητευμένος με το όνειρο της θάλασσας, φρόντισε και μπαρκάρισε  μούτσος στο επιβατικό “ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ” που έκανε δρομολόγια Γερμανία-Αμερική.
Ο αιώνιος Οδυσσέας, μέσα του, θέριευε, ειδικά τις νύχτες που συνομιλούσε  με τον άνεμο… κι αυτός,  θαρρείς του ψιθύριζε ελκυστικές κι αλλόκοτες ιστορίες, στις ξάγρυπνες νύχτες των αστεριών.
Άλλη όμως η θάλασσα των σιταριών και των βαμβακιών, κι άλλη εκείνη που απλωνόταν, γραφική κι επικίνδυνη, γύρω στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
Αποφασισμένος, “τόσκασε” νύχτα και κρυβόταν για καιρό στα ψαράδικα της προκυμαίας.  
Μισή απ’ τη ζωή του την σπατάλησε για να αποκτήσει την πολύτιμη κάρτα της παραμονής -για να μη τρέμει η ψυχή του σαν έβλεπε άνθρωπο να τον κοιτάζει δυο φορές ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε- και την  άλλη μισή, για να μαζέψει λίγο χρήμα να βοηθήσει τη μοναδική αδερφή του να χτίσουν στο χωριό ένα σπιτικό με τον άντρα της. 
Πέρασε όλα τα χρόνια του ονείρου, σαν φυλακισμένος δουλεύοντας έξι μέρες σ’ εργοστάσιο αυτοκινήτων
συσκευάζοντας χερούλια για πόρτες.  Ίδιες ώρες,  ίδιες κινήσεις, λες κ’  ήταν ανθρώπινο ρομπότ.
Μόνη του πολυτέλεια, ήταν να κατεβαίνει στο κατηφοράκι και να ονειροπολεί τις Κυριακές,          λίγο πιο κάτω από την επιβλητική γέφυρα του Βερενζάνο. Που και που, τα βραδάκια, ψάρευε με το καλάμι, δίχως να κρατάει τα ψάρια που έπιανε, διότι θεωρούνται μολυσμένα. (Αυτά,  χαζούλικα, έχοντας χάσει το δρόμο τους, ξεμάκραιναν απ’ τον απέραντο Ατλαντικό κι ακολουθούσαν το πλατύ ποτάμι, ανυποψίαστα ότι αυτό στο βάθος, πάλι θα συναντούσε τον ωκεανό τους.)
Με τις δύο συντάξεις του, μία την κανονική και μια του «γιουνίου» -όπως έλεγαν την Ένωση-, 
είχε τώρα ένα σταθερό μηνιάτικο που θα μπορούσε να τον αποζημιώσει για τα μονότονα, σχεδόν φυλακισμένα χρόνια του, όταν θα γύριζε στη πατρίδα. Όμως, όταν του παρουσιάστηκε κάποια μικρή ενόχληση στο μυοκάρδιο, ήξερε πως έπρεπε να μείνει εδώ, που ήταν στα “καλά χέρια” των γιατρών, έστω κι αν δεν είχε κανέναν δικό του για να τον κοιτάξει.
Με την αγάπη, δεν τα κατάφερνε καλά, γι’ αυτό και δεν αποφάσισε ποτέ του να παντρευτεί. Μπορεί να ήταν και η τύχη του, ποιος ξέρει… Ίσως έτσι, να ήταν καλύτερα. Θεωρούσε  πως είχε το κεφάλι του ήσυχο. Τόσοι φίλοι γύρω του,  ήταν χωρισμένοι ή διπλο-παντρεμένοι. Αυτός, δεν ήταν γι’ αυτά, ή κάπως έτσι πίστευε. Αλλά τώρα είχε αρχίσει και φοβόταν. Εκείνο το σφίξιμο, εκείνες οι ταχυπαλμίες, γινόντουσαν όλο και πιο συχνές.
-Να πας στο γιατρό, ασφάλεια έχεις και καλή μάλιστα! του είχε πει ένας  φίλος που δούλευαν μαζί. 
Μπορεί να σ’ έχει πιάσει άγχος, ή … να στενοχωριέσαι που ...τώρα κάθεσαι. Περίμενε λίγο καιρό, τελειώνω, και μετά, θα τα λέμε μαζί.

Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που κατέβαινε σ’ αυτή την αποκλεισμένη γωνιά, δίπλα στο ποτάμι. Αγαπούσε τον Σεπτέμβρη που την είχε ντύσει χρυσόφυλλα από τα πλατάνια που φυτρώνουν και θεριεύουν κοντά στο νερό, μάλιστα ένας ήμερος, ξαπλωμένος κισσός, της ροδοκοκκίνιζε την «ποδιά» (όπως έλεγε την στενόμακρη λωρίδα) και τον φράχτη. Αν μπορούσε, θα έφερνε κρυφά κάμποσες πικροδάφνες και σπάρτα για να του θυμίζουν τον τόπο του, μα και να τα κατάφερνε να τα «περάσει», πάλι δεν θα μπορούσε να τα φυτέψει στην ακροποταμιά. Βλέπεις, δεν αντέχουν στον καυτερό χειμώνα με χιόνια και πάγους, και με το βοριά που σπαθίζει τα πάντα στο πέρασμά του. Η  αλήθεια είναι πως και στις άλλες εποχές, τις πιο πολλές μέρες την χτύπαγε ο αγέρας, μα έλπιζε τα μελλοντικά  καλοκαίρια του να ήταν πιο ξεκούραστα, πιο όμορφα.
-Αν θα ζω, μέχρι τότε, μουρμούρισε ζαλισμένος για καλά.
-Μίστερ Πίτερ, φαίνεσαι πολύ χάλια. Έχεις γίνει κάτασπρος! Ο μικρός σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο στόμα σαν χωνί.
-Θείαααα, φώναξε με όλη του τη δύναμη, φέρε λίγο νερό! Έλα γρήγορα εδώ! Πήρε κι άλλη βαθιά ανάσα και φώναξε:
-Ο Μίστερ Πίτερ μοιάζει πως θα πέσει κάτω!
 Έλα, έλα γρήγορα!
Η φωνή του μικρού ερχόταν στα αυτιά του Μίστερ Πίτερ, λες κι από μίλια μακριά. Η τεράστια γέφυρα άρχισε να γυρίζει σαν πελώρια σβούρα που νόμιζε πως θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Ο ουρανός γινόταν Θεσσαλική πεδιάδα και τα συννεφάκια φτερούγες μαλακές από ξασμένο βαμβάκι που τον σήκωναν ψηλά. Ενστικτωδώς, ξεκούμπωσε το γιακά του ποκάμισού του, και, βγάζοντας από την τσέπη της ζακέτας το πορτοφόλι, το έδωσε στον μικρό του συνονόματο.
-Δώστο στη θεία σου, είπε με δυσκολία κι έγειρε χωρίς πνοή πάνω στο πράσινο παγκάκι.

 Όταν συνήλθε, μερικές ώρες αργότερα, κι είδε την ασπροντυμένη νοσοκόμα πλάι του, νόμισε πως ήταν στον άλλο κόσμο. Ενώ ο θολωμένος νους του αναζητούσε χαμογελαστούς αγγέλους με πουπουλένια φτερά να πετούν σ’ ένα φως υπέρκοσμο και να του γνέφουν με αγάπη, τα μάτια του καρφώθηκαν στο γελαστό προσωπάκι του μικρού Πίτερ. Αυθόρμητα άπλωσε το μουδιασμένο χέρι του και τρυφερά τ’ ακούμπησε στον ώμο του παιδιού.
–Σ’ ευχαριστώ πολύ, του είπε, με φωνή ευγνωμοσύνης.
Ο μικρός, γέλασε ευχαριστημένος.
-Σου το είπα, πως αν δεν πας στον γιατρό, θα πεθάνεις σαν τον θείο μου.
Γρήγορη και φανερά αυστηρή ακούστηκε η φωνή της θείας.
–Πίτερ, πρέπει να προσέχεις πως μιλάς σε ξένο άνθρωπο, ιδίως όταν είναι άρρωστος! είπε και πλησιάζοντας στο προσκέφαλο, έβαλε στοργικά το χέρι της στον ώμο του χλομού άνδρα.
–Μας φοβίσατε πολύ, μα όλα θα πάνε καλά, του είπε μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.
Όμως, ποιος κρατούσε πίσω την γλώσσα του μικρού! 

- Μίστερ Πίτερ, αυτή είναι η θεία μου, αυτή που σου έδειξα στο παράθυρο, θυμάσαι;
Το όνομά της είναι Μάρθα. Τώρα που εμείς σας σώσαμε την ζωή, θα είστε κάτω την προστασία μας. 
Έτσι έκαναν και οι γονείς μου μ’ ένα τραυματισμένο γατάκι… το πήγαν στο γιατρό, το έκαναν καλά και τώρα το έχουμε εμείς. 
Ξέρεις, την άλλη εβδομάδα, θα γυρίσουν οι γονείς μου από την Ελλάδα. Πήγαν να δουν την άλλη γιαγιά μου. Μα πρέπει να κάνουμε Χριστούγεννα εδώ!
Η θεία, προσπάθησε ν΄ αναχαιτίσει τον μικρό ανιψιό της, σκεπάζοντας με τη παλάμη της το στόμα του.
-Δεν θα του πεις όλη την ιστορία μας… άφησε τον κύριο Πίτερ να ηρεμήσει… Όταν τον αφήσουν οι γιατροί, θα γνωριστούμε καλύτερα…
-Θεία! Μπορούμε να τον καλέσουμε τα Χριστούγεννα στο τραπέζι μας; Αφού λείπει ο παππούς στην Ελλάδα, θα τον ντύσουμε Σάντα!!!
-Αχ! Πίτερ! …θα τα βρούμε… άσε να γίνει καλά ο κύριος… Μην τον στενοχωρείς!

Πλατύ και σίγουρο 
το χαμόγελο του «Μίστερ Πίτερ», τώρα. Η θεία-Μάρθα χαμογελούσε σαν Παναγιά κι ο μικρός Πίτερ  ήταν για αυτόν πρωτόγνωρη γλύκα. 
Ανασηκώθηκε, με μια κρυφή ελπίδα μέσα του. Ο κόσμος του, δεν θα ήταν μοναχικός πλέον. 
Το διαισθανόταν, το διάβαζε στα μάτια και των δύο. 
-Αφήστε τον, δεν με στενοχωρεί, … είπε γελαστά.                    Απλώς, είναι ένας μικρός μεγάλος άνδρας...

 *****************************************
Αγαπημένοι μου,
μετά τις τόσες ταλαιπωρίες -που δεν τέλειωσαν-
με το νέο σύστημα στο κομπιούτερ...
σκέφτηκα να σας βάλω ένα διήγημά μου, για ... αλλαγή!

Χίλιες ΕΥΧΕΣ σε όλους όσους γιορτάζουν,
κουράγιο σε κείνους που έχασαν αγαπημένο πρόσωπο που μας πόνεσε ιδιαίτερα,
Φιλιά κι Αγάπη στα παιδιά,
όλα τα παιδιά,
και με την σκέψη μου σε όλους σας,
προσωρινά σας αφήνω.

Πάντα με την αγάπη,
Υιώτα

22 σχόλια:

Paraskevi Lamprini M. είπε...

Γιώτα μου, κατ' αρχάς άψογο το σχέδιο... δεν τοξερα ότι ζωγραφίζες, κατόπιν ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!! να χαιρόμαστε τους εορτάζοντας...
πολύ όμορφα γράφεις... μπραβο ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ, αστοριανό!!!!!!!!!!!!!!
και... ζωή σε σας....

όλα σε ένα σχόλιο... τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή!!!!
ΜΑΚΙΑ!!! καλά Χριστούγεννα!!! ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ!!!

akrat είπε...

καλή εβδομάδα και καλές ετοιμασίες δια τας εορτάς

Ντένης Κοντρίνης είπε...

Καλημέρα και καλή βδομάδα Υιώτα Δημήτρη.
Το απόλαυσα.
Υπέροχο, ανθρώπινο, συγκινητικό.
Θα τα πούμε.
Την αγάπη μου

Κατερίνα δε 'στάπα; είπε...

Γιώτα μου, μού έχεις πολλή ποιοτική "δουλειά", βλέπω!
Δε στέκομαι, θα σε απολαύσω άλλη στιγμή!
Ρομποτάκια βλέπω, επειγόντως καινούργια γυαλιά με αναγκάζεις...
ας έρθει τουλάχιστον αυτό το σχόλιο!
Φιλιά πολλά, Με γειά στα καινούργια!
Να μου τους φιλήσεις όλους, Καλές Γιορτές! κ.λ.π.!
Σας αγαπάω! Γνωστόν!

pylaros είπε...

Αυτό το διήγημά σου δεν το είχα διαβάσει ποτέ.
Πρόκειτε για τον Μίστερ Πήτερ κάποιος πολύ γνωστός εφόσον οι βάσεις του διηγήματος είναι αληθινές.
Πρώτο το Μπρεμεχάβεν της Γερμανίας είναι λιμάνι, το Νέα Ελλάς του Γουλανδρή αφού έφυγε απ την γραμμή Πειραια Νέα Υόρκη Νομίζω πήγε βόρεια Ευρώπη.
Μετά η γέφυρα Βερανζάνο είναι καινούργια δεν υπήρχε τότε που ταξίδευε το Νέα Ελλάς στον Πειραιά, 1952+.
Άρα θα πρέπει να είναι γύρω στην δεκαετία του 60.
χαιρετισμούς
Γαβριήλ

Αστοριανή είπε...

Λαμπρίτσα μου, Ευχαριστώ!
Καλές Γιορτές.
Σίγουρα θα τα λέμε ως τότε...

Φιλιά,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Καλές Γιορτές,
Φίλε μας
ΑΚΡΑΤ!

Ευχαριστώ,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Ντένη μου,
ευχαριστώ.
Σημαντική η αγάπη σου.
Βέβαια και θα τα πούμε,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Κατερίνα
Καρδερίνα μου!
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Χάρηκα τόσο που τα είπαμε.

¨Ομως,
όπως μέσα μου το φοβώμουν,
ΟΛΗ η δουλειά από τον Μάη έως και λίγο πριν...
ανελήφθει
στην
...Στρατόσφαιρα!!!!!!!!!!!!

Θα μου πεις, άνθρωποι φεύγουν...
μα..!!!!
Κρίμα, σύντομο όνειρο ήταν...

Φιλιά σε όλους σας,

Υιώτα

Αστοριανή είπε...

...Γαβρίλη μου,
ακριβολόγε!!!

Ευχαριστώ που κάθησες και το διάβασες! Αυτός είναι και ο λόγος που το έβαλα με μεγαλύτερα γράμματα.
Είναι πάρα πολλά εκείνα που δεν έχεις διαβάσει,
Φίλε μου,
είπαμε,
απλά γράφαμε και συνεχίζουμε
'ίσως' από συνήθεια...

Όσο για το ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ,
ο Δημήτρης που... αν και τον έκαναν Πρώτο Ηλεκτρολόγο στο τελευταίο του ταξίδι...( ΔΙΟΤΙ
αν και είχε τα χαρτιά έτοιμα στην Ελλάδα, εκείνος -βιαστικός και ανυπόμονος--- βγήκε με τον αδελφό του και δεν επέστρεψε!!!)

ήταν το τελευταίο ταξίδι, Νοέμβρη, νομίζω του 1959....
... μου είπε ότι
το Νέα Ελλάς επέστρεψε στην Ελλάδα
για παλιοσίδερα...
κι ο Δημήτρης έμεινε εδώ, διότι και οι δικοί του ήταν..., αρχικά στο Μπρούκλυν και μετά Αστόρια...

Τώρα
"ποιητική αδεία"
γίνεται να στριμώξεις... πρόσωπα και τοποθεσίες... σε ένα διήγημα όταν
Δεν είναι ιστορικό ή αυτοβιογραφία...
Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον,
Υιώτα

Unknown είπε...

Αγαπητή μου Γιωτα,ωραίο το διήγημα,και γινεται ωραιότερο γιατί στην σκληρή εποχή που ζούμε η αθωότητα μαζί με το αυθορμητισμο και το ασυγκράτητο συναίσθημα απλοποιεί τις σχεσεις των ανθρώπων,τους φερνει πιό κοντά.Επαναλαμβάνω ,η αθωότητα μαζί με την διαισθηση ,που ειναι αναπτυγμενη πιό πολύ στο παιδί,ειναι αυτά που λιώνουν τον
πάγο που κρατάει σε απόσταση τους ανθρώπους και τους φέρνει κοντά.Το διάβασα με μιά ανασα στην ωραια αυτη γραφή που μου θυμιζει μαθητικά χρόνια.Να εισαι καλά και να μην πάψεις ποτε να γράφεις,να ζωγραφίζεις και να αγαπάς .Φιλιά στους δικούς σου.Εγω ταλαιπωρούμε με τα μάτια μου.Θα τα πουμε τηλεφωνικά κάποια στιγμή

pylaros είπε...

Από τα γραπτά σου κατάλαβα όλη την Ιστορία, μάλιστα επό τα μέρη, όπως η γέφυρα Βερανζάνο, το Νέα Ελλάς, το λιμάνι της Μπρεμενχάβεν.
Την κατάλαβα γιατί την εποχή εκείνη ζούσα, ας μου επιτραπεί λέξη (στα πεζοδρόμια της τότε κοινωνίας)
Δηλαδή δεν είχα τόποτε το σταθερό, μια μέρα εδώ την άλλη εκεί σε δωμάτια έμενα ή μπαρκαρισμένος διαβάζοντας Τα Ναυτικά Χρονικά που ήταν τότε της μόδας!

Αχ! τα νιάτα άφησαν πάνω μας αποτυπόματα, όχι δακτυλικά αλλά αυτά τα μνημεία που καθοδηγούν την σημερινή μνήμη.
Γαβριήλ

Αστοριανή είπε...

Σπύρο μου
Κατ΄αρχήν, Πολύχρονος!
Να σε χαίρονται
και να σε χαιρόμαστε.

Χαίρομαι που σου άφησε γλυκειά γεύση
το διήγημά μου.
Το είχα ετοιμάσει τότε, το 2004, για έναν ονόματι Λασκαρίδιο Διαγωνισμό... και το είχα ξεχάσει
διότι είχαμε ασχοληθεί με το
"Ο ΕΚΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ"
το οποίο και ανεβάσαμε στην αίθουσα του Αθανασιάδη και μετά στο Σταθάκειο...

Ήταν τότε που είχαμε τους Ολυμπιακούς!!!!

Προ ημερών, που αλλάζαμε το σύστημα με το "ΓΟΥΙΝΤΟΥΣ8.1"
με τον τεχνικό,
το ανακάλυψα...
και σκέφτηκα να το βάλω εδώ!
Θυμήθηκα δε, ότι τα ...μεγάλα γράμματα βοηθούν φίλους να το διαβάσουν
κι έτσι έγινε.

Να είσαι καλά, Φίλε μου,
Φιλιά στην οικογένεια,
Υιώτα

Αστοριανή είπε...

ΣΠΥΡΟ

και ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ,

ΤΙ ΝΕΟ ...κόλπο είναι αυτό με το ΡΟΜΠΟΤ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

ΔΕΝ ΤΟ ΖΗΤΗΣΑ ΕΓΩ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Μάλιστα χθες διαμαρτυρήθηκα στο ΓΚΟΥΓΚΛ

μα ακόμη το έχουν!!!

Γράφανε ότι διαβάζουν τα παράπονα!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Παρακαλώ,
υπομονή, να δούμε!!!

Ευχαριστώ,

Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Γαβρίλη μου,
έχεις τόσο δίκιο...

Τα σημάδια μένουν,
έστω κι αν κλείνουν οι πληγές...

Δόξα τω θεώ,
η θάλασσα
σε ...αρμυρόθρεψε
κι έτσι "παστωμένος" και γερός, διαβαίνεις τους δρόμους μας...

Ευχαριστώ για τον διάλογο.

ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ "ΣΚΑΝΑΡΙΖΑ"
από το καλοκαίρι και μέχρι τούτον τον ΝΟΕΜΒΡΗ............

Φίλε μου, κλαίει η ψυχή μου

ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΕΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Ξανάφερα τον τεχνικό,

ΤΙΠΟΤΑ!

Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό!

Μα, εδώ άνθρωποι χάνονται...

Θα φτιάξω ¨αλλες!

Απίστευτο, μα δεν γίνεται... και μου είπαν να πάμε να μας "ξεματιάσουν"!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Έ! αν μας "βγάλουν" και τα μάτια....
Τότε θα πρέπει να πάμε να πηδήξουμε
από την γέφυρα!!!

Φιλί βροχερό και κρύο,

Υιώτα

magda είπε...

Πολύ ανθρώπινο, συγκινητικό και με αισιόδοξο τέλος! το διήγημα σου!!!
Γράφεις πολύ όμορφα αγαπημένη μου φίλη Υιώτα!!!
Και ζωγραφίζεις, το ίδιο!!!
Σας στέλνω την αγάπη μου, τους χαιρετισμούς μου και πολλά φιλιά!

Αστοριανή είπε...

Μάγδα,
Αγαπημένη,

Ευχαριστώ πολύ για την αγάπη σου.
Πάντα μέλι οι απόψεις σου.

Να είσαι καλά
και να μου φιλήσεις και την εγγονούλα σας.
Πάντα με Αγάπη,
Υιώτα

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ (Αντώνης Κρασάκης) είπε...

Αγαπημένη μας Υιώτα, καλησπέρα !!! Πολύ συγκινητικό και επίκαιρο το διήγημά σου. Είναι πολύ όμορφο να μπορούμε να ανοίγουμε την πόρτα μας και να αγκαλιάζουμε όσους έχουν ανάγκη τη βοήθεια και την αγάπη μας. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν γίνεται, γιατί έχουμε απομακρυνθεί από τις αρχές και τις αξίες μας.

Στο υπέροχο διήγημά σου ο μικρός Παναγιώτης μάς δίνει μαθήματα ανθρωπιάς. Όμως, χρειάζονται και άλλοι πόλοι ανθρωπιάς, αγάπης και στοργής. Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του, ώστε να μας μιμηθούν και άλλοι συνάνθρωποί μας.

Αν θέλουμε να αλλάξουμε τη μουντή κοινωνία στην οποία ζούμε και να βάλουμε ένα φρένο στη συνεχή αποξένωση των ανθρώπων, θα πρέπει να κινητοποιηθούμε περισσότερο, να σκεφτούμε το διπλανό μας, να τον δούμε με αγάπη κι αληθινό ενδιαφέρον, διώχνοντας μακριά κάθε μας φόβο...

Σου στέλνουμε την αγάπη μας και μια μεγάλη αγκαλιά! Να είσαι πάντα καλά να μας ταξιδεύεις με την υπέροχη πένα σου!
Αντώνης-Πόπη

Frezia είπε...

Καλησπέρα καλή μου φίλη,από μέρες προσπαθώ να γράψω το σχόλιο μου πλήν όμως μου ήταν αδύνατο να διαβάσω τη δημοσίευση σου που βλέπω ότι είναι ένα διήγημα,το ανοίγω και αφού διαβάσω μερικές γραμμές μπαίνει μπροστά εικόνα με μία κοπέλα και ξενόγλωσσες λέξεις.
Εστειλα στη αδελφή μου το λινγκ και μπήκε στο μπλογκ σου στην ίδια δεν εμφανήζετε το φαινόμενο αυτό οπότε μου το έστειλε σε μέιλ και τώρα το διαβάζω,Αυτή είναι η αιτία που δεν μπόρεσα να το διαβάσω ποιό μπροστά.Σε χαιρετώ και θα σου ξαναγράψω!

Αστοριανή είπε...

Αν θέλουμε να αλλάξουμε τη μουντή κοινωνία στην οποία ζούμε και να βάλουμε ένα φρένο στη συνεχή αποξένωση των ανθρώπων, θα πρέπει να κινητοποιηθούμε περισσότερο, να σκεφτούμε το διπλανό μας, να τον δούμε με αγάπη κι αληθινό ενδιαφέρον, διώχνοντας μακριά κάθε μας φόβο... Ant. Krasakis, Teacher, Athens

Πολυαγαπημένοι μας φίλοι, Πόπη και Αντώνη
Χίλια "ευχαριστώ"!!

Δεν μπόρεσα να απαντήσω ενωρίτερα, διότι "ΑΥΤΟ το πρόβλημα και ΟΧΙ ΙΟΣ..."
που έχει ενσκύψει
στα μπλογκ μας
ΔΕΝ ξέρουμε ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ!!!

ΔΕΝ είμαι μόνο εγώ!

κι άλλοι, διάφοροι ΦΙΛΟΙ των ιστοσελίδων
παραπονούνται, φέρνουμε μηχανικό,
ΔΕΝ γίνεται 'προς το παρόν ΤΙΠΟΤΑ'

Εγώ "μπαίνω" από το

Ιντερνετ Εξπλόρερ τώρα,


μετέφερα εκεί και όλα τα Ιμέιλς...
και ο χριστουγεννιάτικος μικρός Χριστός,

να βάλει το χέρι του.

ΜΕΧΡΙ στιγμής

ΔΕΝ μπορεί να εντοπιστεί η αιτία...
ίσως
να μπαίνετε
από ¨άλλο φιλικό σάιτ...
(ιστοσελίδα)

Ευχές πολλές,

Υιώτα

Αστοριανή είπε...

Φρέζια μου αγαπημένη
Ευχαριστώ θερμά!

Κάνε τον κόπο να διαβάσεις το προηγούμενο "σχόλιο" στον Αντώνη "Παιδικά Χαμόγελα"

Και θα προσπαθήσω να κάνω νέα ανάρτηση...!!! Θα δούμε.

Ευχαριστώ για την αγάπη σου,

Καλές Εορτές!

Υιώτα

ΥΓ:

Εδώ που γράφει: Δεν είμαι ρομποτ

Βάλε ένα " V " στο τετραγωνάκι,
θα παρουσιάσει ένα αριθμό,
γράψε τον από κάτω,

και μετά πάτησε στο
Δημοσιεύσατε το σχόλιό σας...

Ίσως χρειαστεί διπλό "κλικ" ωσπου να φανεί!!!

Αυτά τα κάνουν
οι "έξυπνοι" για να μας ταλαιπωρούν!!!
Την ίδια τακτική ζητάει κι από μένα!!!

Σε φιλώ,

Υιώτα

Κυκλαμίνα είπε...

θα τον ντύσουμε Σάντα!!!

Αυτό μόνο και να είσαι γερή να γράφεις και να καλλιτεχνείς, γενικώς!

Η τιμή ήταν του ίδιου του Κήρυκα!

Δεν είμαι ρομπότ, αλλά... μην επαναπαύεσαι, ντιπ!

Φιλιά, την πήρα την δόση μου, ότι χρειάζεται για Τρίτη 20 Ιανουαρίου, 2015!
Κι ήταν 8 Δεκέμβρη;

Καλά πάμε... με ταχεία!